( Αποτέλεσε βασικό θέμα στις σχολές γονέων και στις συζητήσεις που έγιναν στο ραδιόφωνο της Πειραϊκής εκκλησίας )
Αρχές φθινοπώρου ήταν, κάνα μήνα θα ’χαν αρχίσει τα μαθήματα στο σχολείο, όταν ένα φιλικό μου ζευγάρι, η Μαρία και ο Γιώργος με φώναξαν στο σπίτι τους, να βοηθήσω λίγο στα μαθηματικά, το γιο τους, το Γιαννάκη, μαθητή Β΄ τάξης του δημοτικού.
Ο Γιαννάκης, ένα φυσιολογικό αγοράκι, που μεγάλωνε μέσα στην καλή χαρά, δεν ήξερε να σου πει πόσο κάνουν 3 + 2 ούτε να ξεχωρίσει ποιο είναι το δεξί του χέρι και ποιο τ’ αριστερό. Αντιθέτως, ήταν καλός στo μάθημα της γλώσσας. Πάντα διαβασμένος, έπαιρνε συνήθως «Μπράβο» στην ορθογραφία, ήταν πρόθυμος στην ανάγνωση, και καλούτσικος στην κατανόηση και επεξεργασία κειμένου. Ήξερε και τους κανόνες γραμματικής που τους έβαζε η δασκάλα, απέξω κι ανακατωτά. ( Παρατήρηση : Η μητέρα του αγαπούσε τη γλώσσα και αντιπαθούσε τα μαθηματικά. Τον διάβαζε πολύ στη γλώσσα και ελάχιστα στην αριθμητική. Τ’ όνειρό της ήταν να γίνει καθηγήτρια φιλόλογος, αλλά δεν τα κατάφερε ! « Όλως τυχαίως», όπως ισχυριζόταν η ίδια, ο Γιαννάκης ήταν καλός στη γλώσσα και «σκράπας» στα μαθηματικά …)
Σύντομα διαπίστωσα και άλλα δύο μελανά σημεία, που δεν ήταν μαθησιακά. Η συμπεριφορά του και ο τόνος της φωνής του ήταν νηπιακής ηλικίας και λίγο θηλυπρεπείς. Αυτός ήταν και ένας πρόσθετος λόγος για να τον κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδάκια στο σχολείο και να μην το θέλουν παρέα τους.
Σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά έσκασε κι άλλη «βόμβα» : η μητέρα του γέννησε ξανά, έφερε στον κόσμο και την αδερφούλα του. Ο «μεγάλος», που επί 7 χρόνια είχε την απόλυτη αποκλειστικότητα μιας υπερπροστατευτικής μητέρας, άρχισε να συμπεριφέρεται πιο μωρουδίστικα και από το μωρό ! Το έλεγε μάλιστα και από μόνος του : «Δε θέλω να μεγαλώσω!» Μιλούσε σαν μωρό, δεν έγραφε, δε διάβαζε, δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. Έλεγε μάλιστα στη μητέρα του : «Μαμά, άμα ρίξω την μπέμπα από το μπαλκόνι μας, θα πάθω εγώ τίποτα;» Προφανώς εννοούσε «θα με τιμωρήσεις ; Θα με δείρεις ; Θα υποστώ συνέπειες ;»
Η μητέρα του λοιπόν, είχε μεγάλη ένταση κι αγωνία. Με ρωτούσε : «Γιατί δεν είναι καλός στην αριθμητική ; Γιατί μου το λέει τη μια στιγμή σωστά, και την επόμενη στιγμή κάνει λάθος σε κάτι πολύ πιο εύκολο ; Αναγκάζομαι να κάθομαι ώρες ατέλειωτες μαζί του, για να τα μάθει, αν τα μάθει… Πολλές φορές μάλιστα του τα γράφω εγώ. Τι, να πάει άγραφος στο σχολείο; Τι γνώμη θα σχηματίσει ο δάσκαλος ; Τι θα λένε τα άλλα παιδιά, οι άλλοι γονείς ; Πού να ξέρουν τους κόπους μου και την αγωνία μου… Έχω πελαγώσει! Δεν ξέρω τι να κάνω. Κι ο μπαμπάς δε βοηθάει αρκετά. Κάθεται λίγο μαζί του το βράδυ, όταν γυρίζει από τη δουλειά, κουρασμένος, και σε πολύ λίγη ώρα έχει βγει μπιέλα. Δεν αντέχει άλλο και τον παρατάει πάλι σε μένα…»
Εγώ της απαντούσα. «Το ίδιο το παιδί σας σας κάνει δώρο, σας δείχνει το σωστό δρόμο, σας δείχνει πού χρειάζεται να εστιάσετε την προσοχή σας. Η έκδηλη, παρατηρήσιμη συμπεριφορά του, είναι το σύμπτωμα, η κορυφή του παγόβουνου. Αλλού είναι το πρόβλημα, βαθιά χωμένο, ριζωμένο και δε φαίνεται Αφήστε την αριθμητική, είναι δευτερεύον θέμα. Είναι σαν να μου λέτε, θέλω να φτάσω στο ρετιρέ, χωρίς να περάσω πρώτα από τον πρώτο, το δεύτερο όροφο κ.ο.κ. Το παιδί σας δε θέλει να μεγαλώσει, γιατί οι μεγάλοι έχουν ευθύνες και υποχρεώσεις και δεν του έμαθε κανείς να τις χειρίζεται. Όσο μένει μικρός κι ανήμπορος, του τα ετοιμάζετε εσείς όλα. Έξυπνος ο γιος σας !
Σας θυμίζω πως λίγο καιρό πριν πήγατε να του ξετυλίξετε το δώρο για τη γιορτή του, λες και ήταν ο ίδιος ανίκανος για κάτι τέτοιο. Και στο τηλέφωνο, θυμάμαι μια φορά, δεν τον αφήσατε να μιλήσει ο ίδιος, αλλά πήρατε το ακουστικό, για να τα πείτε εσείς, διότι ο γιος σας «δεν τα λέει καλά». Εσείς η ίδια δεν παραδεχτήκατε πως έχετε «ένα ελάττωμα», να διακόπτετε το παιδί σας, να «πετάγεστε» και να τα λέτε εσείς αντί γι’ αυτόν ;
Αυτό δε σας κάνει καλή μητέρα, αλλά ακριβώς το αντίθετο : κακή μητέρα ! Το «κατσιάζετε», αντί να καλλιεργείτε τις αυτοηγετικές του δεξιότητες. Το παιδί πρέπει να ’ναι αυτονομούμενο, δηλαδή σταδιακά να οδηγείται στην αποπαίδωση και να γίνει Ο ΗΓΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΤΟΥ. «Γίνε αυτό που είσαι», θα του ’λεγε ο Νίτσε, εννοώντας να πραγματώσει όλο του το δυναμικό. «Φτάσε όπου δεν μπορείς», θα συμπλήρωνε ο Καζαντζάκης. Όσο σας χρειάζεται, ν’ ανησυχείτε. Κι όσο δε σας χρειάζεται , να ηρεμείτε. Σκοπός του γονέα, αλλά και του δασκάλου είναι να αυτοκαταργηθεί. Τότε θα έχει πετύχει το στόχο του.
Για να καταλάβετε πώς νιώθει ο γιος σας μέσα στην καρδούλα του και τι σκέφτεται στο μυαλό του, φανταστείτε το εξής: Επιστρέφει μια μέρα ο σύζυγός σας στο σπίτι μαζί με μια άγνωστη για σας γυναίκα και σας λέει πως από δω και στο εξής θα μένει κι αυτή στο σπίτι σας. Τον πρώτο μάλιστα καιρό της δείχνει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή, παραμελώντας καμιά φορά κι εσάς. Πώς θα νιώθατε ; Τι θα λέγατε ; Τι θα κάνατε ; Σίγουρα θα νιώθατε εχθρικά συναισθήματα απέναντί της και η συμπεριφορά σας θα ήταν ανάλογη. Θ’ άλλαζε και η συμπεριφορά σας κι απέναντι στο σύζυγό σας. Θέλω να σας πω μ’ αυτό, πώς αυτό είναι το πρωτεύον θέμα , το σχετίζεσθαι, η νέα τάξη πραγμάτων στην οικογένεια, η αναπτυξιακή κρίση που διέρχεται, η αλλαγή φάσης, η ανάγκη δημιουργίας νέας δομής κι όχι τα μαθηματικά
Κάποτε προσπαθούσα να μάθω να φτιάχνω κρέπες. Μου είχαν εξηγήσει πώς, μου ’χαν δείξει και μια φορά. Την πρώτη φορά έβαλα πολύ αλεύρι και τις έκαψα. Τη δεύτερη φορά ήταν καλύτερα, την τρίτη τις πέτυχα έτσι όπως της ήθελα. Πήρα μάλιστα και τα εύσημα από την παρέα μου : «Μπράβο Νίκο, είσαι πολύ καλός μάγειρας !» Αν δεν είχαν προηγηθεί οι πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες, δε θα είχα το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Δεν πήγαν χαμένες οι προσπάθειες. Η επιτυχία κάποιες φορές προϋποθέτει, αλλά και συνεπάγεται την αποτυχία.
Το παιδί σας ρουφάει κυριολεκτικά το άγχος, την αγωνία και το φόβο που έχετε κι εσείς η ίδια για τα μαθηματικά και όχι μόνο. Οι τύψεις και οι ενοχές των γονέων είναι αυτές που παραλύουν τα παιδιά. Φανταστείτε έναν στρατηγό να προσπαθεί να εμψυχώσει τους στρατιώτες του πριν τη μάχη, ενώ ο ίδιος τρέμει ! ( παράδειγμα του Irvin Yalom ) Θυμάστε τις προάλλες που προσπαθούσατε επί 3 ώρες να του μάθετε τον πολλαπλασιασμό διψήφιο με διψήφιο ; Όπως παραδεχτήκατε κι εσείς, όχι μόνο δεν καταφέρατε τίποτα, αλλά ξέχασε κι αυτά που ήξερε. Καπνίσατε και 6 – 7 τσιγάρα μονοκοπανιά, το βράδυ πήρατε χάπι για να κοιμηθείτε, και την άλλη μέρα στη δουλειά δεν είχατε ακόμα ηρεμήσει. Πώς να ησυχάσει η ψυχούλα του Γιάννη για να συγκεντρωθεί στα μαθήματα. Ίσως νιώθει και τύψεις που σας φέρνει εκτός εαυτού, ίσως φοβάται μην πάθετε τίποτα, ίσως φοβάται ακόμα μήπως σας χάσει. Πού ηρεμία για διάβασμα…
Ενώ έχετε καλή προαίρεση και θέλετε να τον βοηθήσετε, ουσιαστικά, κατά βάθος κάνετε κακό και στο γιο σας και στον εαυτό σας. Εισπράττει όλο αυτό το αρνητικό συναίσθημα με αποτέλεσμα να σηκώνει κι ο ίδιος τα χέρια ψηλά. Το παραδέχεται μάλιστα, «είμαι zero στα μαθηματικά» ( δηλ. μηδενικό ). Και σεις τα ίδια δε λέγατε για τον εαυτό σας ;
Τις προάλλες, ο Γιαννάκης, είπε πως θέλει «να γίνει μογγολάκι». Εγώ κατάλαβα τι εννοούσε και τον ρώτησα για επιβεβαίωση. Μου απάντησε «γιατί κάθεσαι σε μια καρέκλα με ρόδες και σε τσουλάνε οι άλλοι κι εσύ δεν κάνεις τίποτα.»
Αυτό είναι το εμπόδιο και όχι τα μαθηματικά. Τον αγαπάτε τόσο πολύ, που του κάνετε κακό. Η πολλή σας αγάπη είναι αυτή που τον καταστρέφει. Η διαπαιδαγώγηση των παιδιών μοιάζει με το ψητό στο φούρνο : αν το αφήσεις περισσότερο χρόνο απ’ αυτόν που χρειάζεται ( ή / και σε περισσότερους βαθμούς ), «καίγεται». Έτσι και η υπερβολική αγάπη σας, τον «καίει». Ευτυχώς δεν είναι αργά ακόμα… Πήγα πριν μερικές μέρες να φάω λίγο γιαούρτι με μέλι και διαπίστωσα ότι δεν είχα κλείσει καλά το καπάκι και το μέλι είχε γεμίσει μυρμήγκια. Ξέρετε τι έπαθαν τα μυρμήγκια στον …. Παράδεισο του μελιού ; ΠΝΙΓΗΚΑΝ ! Έτσι γίνεται καμιά φορά και με την υπερβολική αγάπη των γονέων, πνίγονται τα παιδιά …
Πράγμα που σημαίνει, ότι δεν θ’ «αλλάξετε» το Γιαννάκη, αλλά τον εαυτό σας. Δε θα μεγαλώσετε το Γιαννάκη σας, αλλά τον εαυτό σας. Και το δικό σας μεγάλωμα έιναι αυτό που θα μεγαλώσει και το γιο σας. Έτσι θα είστε όλοι κερδισμένοι. Αν τον αγαπάτε, μην τον «αγαπάτε» έτσι όπως τον αγαπούσατε μέχρι τώρα. Εσείς χρειάζεται ν’ αλλάξετε «γυαλιά» κι όχι ο γιος σας. Εκφράζεται την αγάπη σας με τρόπο που τρελαίνει και παραλύει το παιδί σας. Όπως το πείραμα με τις γάτες : τους έδιναν φαγητό μαζί με ηλεκτροσόκ : οι γάτες έγιναν νευρωσικές ! Αν αλλάξετε όλοι εσείς που ανατρέφετε το Γιαννάκη, αναγκαστικά θ’ αλλάξει κι ο Γιαννάκης.
Σταματήστε να μεγαλώνετε το παιδί σας και «μεγαλώστε» τον εαυτό σας. Έτσι μεγαλώνουμε πλέον τα παιδιά μας ( αλλά και τον άλλον): μεγαλώνοντας τον εαυτό μας, μέσα από τις δικές μας ανάγκες.. Να του φέρεστε πιο ώριμα, όπως ταιριάζει σε ένα παιδί της ηλικίας του. Ό,τι μπορεί να το κάνει μόνος του, μην του το κάνετε εσείς. Του μαθαίνετε να είναι ανίκανος και μετά λυπάστε και θυμώνετε. Δε φταίει όμως ο γιος σας. «Η μεγαλύτερη θυσία πλέον είναι να μη θυσιάζεστε. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ν’ αδιαφορείτε», λέει ο δάσκαλός μου ο κ. Γουρνάς
Έχετε κι εσείς οι γονείς δικαίωμα στο λάθος ! «Απεγνωσμένοι καιροί, απεγνωσμένες λύσεις» λέει ο Yalom. «Οι εποχές αλλάζουν κι οι από μηχανής θεοί αμήχανα κοιτάζουν», τραγουδά ο Σωκράτης Μάλαμας. Ο Winnicot, ένας μεγάλος ψυχαναλυτής λέει ότι καλός γονέας δεν είναι αυτός που δεν κάνει λάθη, αλλά αυτός που διδάσκεται από τα λάθη του. Η κ. Βασιλείου έλεγε : «Δεν είναι κακό να τα κάνεις θάλασσα. Κακό είναι να μη διδαχτείς από τη θάλασσα».
Όπως η ιστορία με το Χότζα. Είχε χάσει τα κλειδιά του σε σκοτεινό μέρος γεμάτο λάσπες, αλλά τα έψαχνε σε στεγνό μέρος κάτω από το φως μιας κολόνας. Κάποιος που τον έβλεπε να ψάχνει τον ρώτησε :
– Εδώ έχασες τα κλειδιά σου ;
– Όχι εδώ, εκεί στο σκοτάδι και στις λάσπες τα έχασα, απάντησε ο Χότζας.
– Και γιατί τότε τα ψάχνεις εδώ ; ρώτησε απορημένος ο άλλος.
– Διότι εδώ έχει φως και είναι και στεγνά, απάντησε ο Χότζας.
Όπως καταλαβαίνεται, όσο και να ψάχνει ο Χότζας, κλειδιά δεν πρόκειται να βρει, παρά μόνο αν πάει στο σκοτάδι και στις λάσπες, εκεί που τα έχασε…
Μην τον βοηθάτε εσείς στα μαθηματικά, ας τον βοηθήσει κάποιος άλλος. Άλλος είναι ο ρόλος του γονέα κι άλλος του δασκάλου. Αν δεν μπορείτε εσείς, καλύτερα να τον βοηθήσει κάποιος άλλος. Αν, παρόλ’ αυτά θέλετε να τον βοηθήσετε εσείς, να θυμάστε, πως μόνο με το χαμόγελο και την ηρεμία μπορείτε να του είστε χρήσιμη. Μόλις συλλάβετε τον εαυτό σας να χάνει την υπομονή του, τότε διακόψτε αμέσως τη διδασκαλία. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να του μεταβιβάζετε κι άλλο άγχος. Ίσα ίσα, θα βοηθούσε, αν του παίρναμε κάποιο βάρος.
Έτσι λοιπόν κι εμείς. Να ψάξουμε στα «σκοτεινά» μέρη, εκεί που μας φοβίζει και μας «πονάει» . «Αλλαγή χωρίς πόνο, δεν είναι ουσιαστική αλλαγή», μου ’λεγε κάποτε ένας φίλος μου. Πρέπει να βρούμε συγκεκριμένα επιχειρήματα, χειροπιαστά, διότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας μόνο έτσι καταλαβαίνουν. Δεν έχουν κατακτήσει ακόμα την αφηρημένη σκέψη. Να βρούμε λύσεις και τρόπους μέσα από το δικό μας νόημα ζωής, να δείξουμε στο παιδί, γιατί είναι καλό για το ίδιο να μεγαλώνει, να ωριμάζει. Τότε και μόνο τότε το παιδί «θα πάρει μπρος», όταν το ίδιο πειστεί για αυτό που του λέμε. Όσο η απόφαση δεν γίνεται και δικιά του, τόσο θα αντιδρά και θα συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μόνο όταν η απόφαση βγαίνει από μέσα του, θα τη στηρίξει, θα την υποστηρίξει, θα τη βγάλει σε καλό, και δε θα την ξεχάσει στο πρώτο κυματάκι και στην πρώτη δυσκολία.
Ας ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμά μας, να δούμε τη συνέχεια, να σας πω τι έκανα. Η μητέρα του μου είπε κάποια άλλη στιγμή: «Ο Γιαννάκης δεν κλαίει ποτέ !» Εμένα σφίχτηκε το στομάχι μου : «Παιδί 7 χρονών και δεν έχει κλάψει ποτέ! Το κακόμοιρο, θα πλαντάξει.», σκέφτηκα.
Εγώ όμως που ήμουνα τρίτο μάτι, πιο αντικειμενικό, χωρίς συναισθηματική εμπλοκή, έβλεπα, ότι όλα τα πρόσωπα της ιστορίας μας ήταν τραγικά, θύτες και θύματα μαζί. Ο Γιαννάκης, διότι με το ρόλο – ετικέτα του «ανήμπορου» ( που του είχαν δώσει οι δικοί του ) τους εξουσίαζε και τους χειριζόταν όλους και έτσι είχε τη μαμά πάντα κοντά του. Η αδυναμία του ( στα μαθηματικά ) ήταν η τρομερή δύναμή του ! Όσο αποτύγχανε στην αριθμητική, τόσο πάνω του έπεφτε η μητέρα του για να τον βοηθήσει, και του τα ετοίμαζε η ίδια. Όσο του τα ετοίμαζε η μητέρα του, τόσο ανήμπορος γινόταν ο Γιαννάκης να τα καταφέρει μόνος του. Και έτσι ο φαύλος κύκλος διαιωνιζόταν. Ο δε πατέρας του με την απουσία του, αλλά κυρίως με τη σιωπή του ουσιαστικά επικροτούσε την κατάσταση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Γιαννάκης είχε πάντα τη μαμά του, αλλά και η μαμά το Γιαννάκη, διότι τι να κάνει κι αυτή όλη τη μέρα μόνη στο σπίτι. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά της εδώ και κάποιους μήνες λόγω γέννας… Τον άντρα της δεν τον έβλεπε πολύ, «αποξενώθηκαν»… Τώρα μάλιστα δούλευε περισσότερες ώρες, διότι οι ανάγκες αυξήθηκαν…
Εξάλλου, και η ίδια όταν ήταν παιδί, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, δεν πήρε από τους γονείς της τη στοργή και την αγάπη που ήθελε, διότι δούλευαν και οι δύο : « Δε θέλω το παιδί μου να πάθει ό,τι έπαθα εγώ. Και ο «άλλος» λείπει συνέχεια, τον έχασα…». Ασυνείδητα λοιπόν σκεφτόταν : «Τον έναν τον έχασα, δε θα χάσω και τον άλλον». Κάλυπτε λοιπόν και δικές της ανάγκες μέσα από το ρόλο της υπερπροστατευτικής μητέρας. Με τον τρόπο όμως αυτό καταπλάκωνε το παιδί της και δεν του επέτρεπε να μεγαλώσει, (ο ψυχολόγος που εξέτασε το παιδί είπε πως παρουσιάζει καθυστέρηση ενός έτους ) διότι όταν μεγαλώσει θα φύγει κι αυτό, όπως «έφυγαν» ( σωματικά ή / και ψυχικά ) και όλοι οι Δικοί της άνθρωποι…
«Κοιτάξτε», λέω στη μητέρα, και στρέφομαι στο Γιαννάκη. «Σήμερα δεν έκανες τίποτα από αυτά που είχατε στο σχολείο. Δεν πρόσεχες, δεν έγραψες αυτά που σας είπε ο δάσκαλος, τίποτα δεν έκανες! Λοιπόν, αφού δεν είσαι σωστός στις υποχρεώσεις σου, δε θα έχεις και τα δικαιώματά σου. Σήμερα δε θα δεις καθόλου τηλεόραση ( ήξερα πως αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα του ), και δε θα παίξεις καθόλου». Μέσα σε ένα λεπτό είχε σπαράξει στο κλάμα!
Η μητέρα του κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Πήγε κάποια στιγμή να τον βοηθήσει, «μην κλαις» του λέει. «Αφήστε τον να κλάψει» την προλαβαίνω εγώ, και μην «τσιμπήσετε» με το κλάμα του, γιατί πάλι θα κάνει ό,τι θέλει, πάλι θα περάσει το δικό του. Πρέπει να καταλάβει πως εμείς ελέγχουμε το παιχνίδι, εμείς βάζουμε τα πλαίσια και τους κανόνες. Είναι ακόμα πολύ μικρός για να τα βάζει μόνος του.
Για να αλλάξει ο Γιαννάκης, καλό θα είναι όλοι γύρω από το Γιαννάκη ν’ αλλάξουν. Ο πατέρας, π.χ. να βρει περισσότερο χρόνο για το γιο του και τη σύντροφό του. «Εσείς», λέω στη μητέρα του, «αν αγαπάτε το γιο σας, να σταματήσετε να τον «αγαπάτε» όπως τον «αγαπούσατε» μέχρι τώρα. Βοηθήστε τον αφήνοντάς τον αβοήθητο ! Η αυθεντική αγάπη προϋποθέτει και συνεπάγεται να μην είστε πάντα αρεστή στο γιο σας, όταν αυτό είναι για το καλό του. Το διαπιστώνω καθημερινά στο σχολείο. Και αυτό είναι δικό σας «κομμάτι», δικό σας θέμα. Πρέπει να το αντέξετε…
Το λάθος σας είναι, πως παραείστε καλή μητέρα, και μ’ αυτόν τον τρόπο τον «πνίγετε», δεν του αφήνετε χώρο ν’ ανασάνει, να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του, να μάθει να πετάει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά γκρινιάζετε και παραπονιέστε που σας κουράζει τόσο πολύ. Δε φταίει όμως ο γιος σας, που εσείς δεν τον μαθαίνετε να φροντίζει μόνος του τον εαυτό του. Εσείς φταίτε ! Και του το χρεώνετε κιόλας! Ευτυχώς που αντιδρά. Σας δίνει την ευκαιρία να το καταλάβετε. Τώρα πρέπει να το μάθετε, όσο περνάει ο καιρός, η κατάσταση χειροτερεύει. Το ίδιο θα πείτε και σε όλους, όσους ασχολούνται με το Γιαννάκη. Ενιαία γραμμή, όχι άλλα ο ένας κι άλλα ο άλλος».
Είστε θαυμάσια μητέρα. Σας αρέσει να βοηθάτε τους άλλους, χωρίς μάλιστα εσείς να ζητάτε τίποτα, ξεχνώντας ακόμα τις δικές σας ανάγκες. Είμαι λοιπόν σίγουρος, ότι κι αυτό το ’χει μάθει κι ο γιος σας, εφόσον το ζει. Αφού σας αρέσει να βοηθάτε τόσο, βοηθήστε τον, επιτρέποντάς του να βοηθήσει αυτός εσάς. Πάντα νιώθουμε όμορφα, όταν βοηθάμε άλλους ανθρώπους. Βοηθώντας τους, βοηθάμε και τον εαυτό μας, αλλά και εμβαθύνουμε τη σχέση μας μαζί τους.
Θα του έκανε πολύ καλό, αν τον αφήνατε να βοηθήσει κι αυτός εσάς. Θα νιώσει έτσι τη χαρά της προσφοράς, της βοήθειας, του να είναι κανείς χρήσιμος. Του στέλνετε το μήνυμα πως τον εμπιστεύεστε, αφού τον θεωρείτε ικανό ν’ αναλάβει ευθύνες, χαρακτηριστικό υπεύθυνης ενήλικης στάσης. Και του χρειάζεται πάρα πολύ, διότι με το δικό σας τρόπο νιώθει εντελώς άχρηστος κι ανίκανος. Αυτό θα τονώσει την εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του, την αυτοϊδέα του, κάτι που είναι άκρως σημαντικό για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Είναι θεμελιώδης κανόνας της ψυχολογίας αυτός : Τι εγώ ο ίδιος πιστεύω για τον εαυτό μου. Ο δικός σας τρόπος καλλιεργεί το αίσθημα μειονεξίας του ( «είμαι zero», λέει ). Αφήστε τον λοιπόν να βοηθηθεί βοηθώντας εσάς. «Αφού μπορώ και βοηθώ τους μεγάλους, είμαι και γω ικανός, τα καταφέρνω, μπορώ, αξίζω», θα σκέφτεται ο γιος σας. Αυτό, πιστεύω, θα επηρεάσει θετικά και τη μαθησιακή του πλευρά. Θα πατάει πιο γερά πλέον ( βλέπε και Irvin Yalom «Η μάνα και το νόημα της ζωής», σελ. 103 )
Μετά έγινα ηθοποιός και έδωσα παράσταση πάνω από την κούνια του μωρού. Ρωτάω το βρέφος :
Πόσο κάνει 3 + 2 ; – …
Πώς σε λένε ; – …
Πεινάς ; – …
Μπάλα παίζεις ; – …
Παιχνίδια παίζεις ; – …
Τηλεόραση βλέπεις ; – …
Μπορείς να περπατήσεις ; -…
Να μιλήσεις ; -…
Να τρέξεις ; – …
Να τραγουδήσεις; -….
Καμία απάντηση από το μωρό … Γυρίζω στον έκπληκτο Γιαννάκη ( είχε στο μεταξύ σταματήσει το κλάμα και κοίταζε απορημένος ) και τον ρωτάω : – Σ’ αρέσει αυτό το «πράγμα» ; Αυτό το μωρό τίποτα δεν καταλαβαίνει, ούτε ακούει ούτε νιώθει ούτε μιλάει. Μόνο να κλαίει ξέρει και να κατουριέται πάνω του. Θες να γίνεις σαν κι αυτό το «πράγμα»; Καλύτερα δεν είναι να είναι κανείς μεγάλος που έχει φίλους, παίζει παιχνίδια, γελάει, διασκεδάζει ; Να βιώνει τα θαύματα της ζωής, να βλέπει, ν’ ακούει, ν’αγγίζει, να γεύεται, να αισθάνεται, να γελά και ν’ αγαπά ; Να δημιουργεί, ν’ αναζητά, ν’ ανακαλύπτει, να μαθαίνει, να σχετίζεται, να χαίρεται ; Έτσι αποκτά νόημα και η ύπαρξή του.
Ο Γιαννάκης με κοίταζε γουρλωμένος, σκεπτικός και αμίλητος. Εγώ ήθελα να φτιάξω στο μυαλό του παιδιού και την άλλη όψη του νομίσματος. Μέχρι τότε είχε την απόλυτη προσοχή και φροντίδα της μητέρας του. Ξαφνικά την έχασε και αυτός ήταν και ένας πρόσθετος λόγος παραίτησης από το διάβασμα. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος, η αρνητική. Χρειαζόταν να του δείξουμε και την άλλη όψη, τη θετική. Του εξήγησα πως δεν θα χάσει την αγάπη της μαμάς και του μπαμπά, και πως όταν μεγαλώσει τ’ αδερφάκι του, θα παίζουν πολλά παιχνίδια μαζί.
Κάποια άλλη μέρα που ο Γιαννάκης ήταν προσεχτικός, σοβαρός, μελετηρός, τον επαίνεσα μπροστά σε όλους τους δικούς του, τον επιβράβευσα, το ίδιο ζήτησα και από το περιβάλλον του Γιαννάκη ( γονείς, γιαγιάδες, θείες, …) να κάνουν. Τους παρακάλεσα να τον αφήσουν να παίξει πιο πολύ, να δει παραπάνω τηλεόραση, που του άρεσε, «διότι σήμερα ο Γιαννάκης μεγάλωσε λιγάκι.»
Με αυτή μου την τακτική, τη «σκληρή αγάπη» συνέχιζα να τον νοιάζομαι. Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας, όταν γύρισε ο Γιαννάκης, μόνος του, σε μια ανύποπτη στιγμή και μου είπε : «Εγώ θέλω να μεγαλώσω, δε θέλω να είμαι σαν την μπέμπα μας !» Ένιωσα ανακούφιση και ικανοποίηση. Το «θεραπευτικό συμβόλαιο» που αποζητούσα ήταν πλέον γεγονός. Όχι τόσο για να κατοχυρωθώ εγώ, αλλά για να λάβει χώρα η «θεραπεία».
Ο Γιαννάκης πήρε μόνος του την απόφαση να μεγαλώσει. Απαραίτητο και αναγκαίο στοιχείο για την πρόοδο του ( κάθε ) Γιαννάκη είναι η συνειδητή του επιθυμία για αλλαγή, για «θεραπεία», παρά τις όποιες ( αναμενόμενες ) ασυνείδητες αντιστάσεις και παρενέργειες που έχει πάντα η θεραπεία. ( βλέπε και Δημ. Καραγιάννης, «Ρωγμές και αγγίγματα», εκδόσεις Αρμός, 4η έκδοση, σελ 21η)
Το ίδιο προτείνω και στους φοιτητές που έρχονται και παρακολουθούν τις διδασκαλίες μας : «Χωρίς συμβόλαιο με τα παιδιά δε γίνεται ουσιαστική μάθηση». Συνηθίζω μάλιστα στην αρχή της σχολικής χρονιάς να «σφίγγω το χέρι μου» με κάθε μαθητή ξεχωριστά, για να δώσω έμφαση και βαρύτητα στο συμβόλαιο αυτό. Και μετά από τις κάθε διακοπές ( Χριστουγέννων, Πάσχα ) ξανακάνω καινούργιο συμβόλαιο.
Από τότε η κατάσταση καλυτέρεψε. Έγραφε περισσότερο, διάβαζε, βελτιώθηκε στην αριθμητική, η συμπεριφορά του έγινε κάπως πιο ώριμη, ακόμα και ο τόνος της φωνής του έγινε πιο «αντρικός». Φυσικά κάποιες φορές παλινδρομούσε σε προηγούμενες, νηπιακές συμπεριφορές, αλλά η κατάσταση βελτιωνόταν αργά και σταθερά.
Η μαμά του παλαιότερα του έλεγε : «Γιατί, βρε Γιαννάκη, δε μεγαλώνεις ; Ό,τι θέλεις δεν σου το παίρνουμε ;» Οι λέξεις δε λένε τίποτα στο Γιαννάκη ή ακόμα χειρότερα, αφήνουμε το παιδί να βγάζει το φίδι από την τρύπα και να μεγαλώνει όπως αυτό θέλει / νομίζει. Εμείς οι μεγάλοι χρειάζεται να διδαχτούμε πώς ανατρέφονται τα παιδιά. Το να είναι κανείς ανθρωποπλάστης, γονέας, δάσκαλος, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Το ότι φέρνουμε παιδιά στον κόσμο, δεν σημαίνει ότι ξέρουμε και να τα μεγαλώνουμε σωστά.
Το να είναι κανείς γονέας είναι τέχνη. «Ευτυχώς / δυστυχώς μπορείς», έλεγε ο Γιώργος Βασιλείου. «Ευτυχώς», διότι η τέχνη αυτή διδάσκεται. «Δυστυχώς» διότι χρειάζεται ξεβόλεμα, κόπο, κούραση, αγωνία και ιδρώτα για να το πετύχουμε. Υπάρχουν σχολές γονέων, μητέρων, πατέρων, ζευγαριών, παιδιών, εφήβων. Στη σύγχρονη διαπαιδαγώγηση δεν υπηρετούμε πλέον τα παιδιά μας, αλλά τις δικές μας ανάγκες και όνειρα και τη σχέση μας. Και αν ανθίζουμε εμείς, θ’ ανθίζει και η σχέση μας και φυσικά και τα παιδιά μας. Δεν είναι σωστό η επαλληλότητα του ζευγαριού να είναι τα παιδιά. Η θυσία είναι πλέον απαξία. Το να θυσιάζεται κανείς για τα παιδιά του αποτελεί κακό πρότυπο. Αυτό που μαθαίνει από τη θυσία των γονέων του το παιδί είναι πως, όταν κάνει κι αυτό τα δικά του παιδιά, η προσωπική του ζωή θα τελειώσει εκεί, καθώς θα πρέπει κι αυτό με τη σειρά του να θυσιαστεί γι’ αυτά…. Είπαμε : Το παιδί μαθαίνει αυτό που ζει.
Αν δεν τα καθοδηγήσουμε εμείς, αν δεν τους δείξουμε εμείς με την ίδια μας τη ζωή, το πρότυπό μας, το παιδί θα πάρει όποιο δρόμο νομίζει αυτό με τις ανάλογες συνέπειες. Απλά εγώ αναρωτιέμαι, αφού δεν ξέρουμε εμείς το δρόμο, πώς είναι δυνατόν να τον ξέρει το παιδί ; Απ’ τον εαυτό μας χρειάζεται να ξεκινήσουμε πρώτα. Το πρώτο μας «παιδί» είναι ο εαυτός μας : αυτόν χρειάζεται να μεγαλώσουμε πρώτα … Νοηματοδοτώντας τη δική μας ζωή, δίνουμε νόημα και στη ζωή των παιδιών μας και των μαθητών μας, και γινόμαστε και σοφότεροι. ( Δ. Καραγιάννης, όπως παραπάνω, σελ 81η )
Κάποια στιγμή μου είπε ο Γιαννάκης ( τώρα ήταν μαθητής Γ΄ τάξης, τέλειωνε σε λίγο η σχολική χρονιά ) : «Αύριο, η μαμά και ο μπαμπάς έχουν την επέτειο των γάμων τους. Πρέπει να πάρω κάποιο δώρο στη μαμά.» Όταν του επισήμανα, πως δεν παντρεύτηκε αυτός τη μαμά, αλλά ο πατέρας του, άρα ο πατέρας του έπρεπε να πάρει δώρο στη σύζυγό του κι όχι αυτός, του φάνηκε απίστευτο και με κοίταζε με μάτια γουρλωμένα. Όταν έπειτα ανέφερα το περιστατικό στη μητέρα του και χαριτολογώντας της είπα πως έχει δύο συζύγους, τον άντρα της και το γιο της, το παραδέχτηκε και η ίδια : «Δίκιο έχετε, κύριε Νίκο, κι αυτόν τον έχω παντρευτεί !»
«Γιατί το παιδί μου συμπεριφέρεται λίγο θηλυπρεπώς ;» με ρώτησε μία άλλη φορά η μητέρα του γεμάτη αγωνία. «Κοιτάξτε λίγο στο σπίτι γύρω σας», της λέω. «Ποιους βλέπετε ;» «Θείες, γιαγιάδες, αδερφές», μου απαντά. «Βλέπετε κανέναν άντρα, κάποιο αντρικό πρότυπο ;», την ξαναρωτάω. «Όχι», μου απαντάει. «Ο πατέρας του πότε έρχεται στο σπίτι;», ξαναρωτάω εγώ. «Αργά το βράδυ, κουρασμένος, πέφτει και κοιμάται αμέσως», μου απαντάει. «Κάποια φορά μάλιστα , ο Γιαννάκης αποκάλεσε τον πατέρα του ηλίθιο!»
«Ε, μην διερωτάστε, γιατί το παιδί σας συμπεριφέρεται έτσι. Αυτά βλέπει, αυτά μαθαίνει. Πετάει μάλιστα και το γάντι στον πατέρα του, προκαλώντας τον! Έτσι γίνεται : η αγωνία του παιδιού βγαίνει με θυμό. Τα παιδιά φαντάζονται ήρωα τον πατέρα τους, δεν τον θέλουν ηλίθιο.
Σας διαβάζω το ποίημα που έγραψε ένα αγοράκι Γ΄ δημοτικού για τον πατέρα του. Μου το έδωσε ο πατέρας του :
«Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ»
Μεγάλος, μικρός, γρήγορος, αργός,
ο πατέρας ο δικός μου,
θα ’ναι πάντα ο καλύτερος.
Ό,τι πει κι ό,τι κι αν κάνει,
θα ’ναι μόνο αυτός.
Ό,τι και να ’κανα
αυτός με βοηθούσε,
με στήριξε και μ’αγαπά.
τον αγαπώ κι εγώ,
όσο δεν μπορώ να φανταστώ.
Ποιήματα γράφω στον κόσμο να χαρεί
και γράφω τώρα στον μπαμπά μου
που ’χε και γιορτή.
Σ’αγαπώ, μπαμπά.
Βρείτε επειγόντως αντρικά πρότυπα, με πρώτο και καλύτερο τον πατέρα. Ν’ ασχολείται σε καθημερινή βάση μαζί του. Να συζητούν, να πηγαίνουν στο γήπεδο, να κάνουν κατασκευές, να παίζουν, να συζητάνε, να διαβάζουν… Αφήστε το παιδί να παίζει, να φέρνει στο σπίτι άλλα αγοράκια. Κάντε του κι εσείς λίγο «χώρο», μην το υπερπροστατεύετε. Καλό θα είναι να πάψετε να τον φωνάζετε «Γιαννάκη», αλλά να τον αποκαλείτε πλέον «Γιάννη». Θα νιώσετε έτσι και σεις, ότι το παιδί σας μεγαλώνει.»
Αν μπορείτε εσείς οι πατέρες βάλτε συγκεκριμένες μέρες και ώρες που θα είστε σωματικά και ψυχικά παρόντες με τα αγοράκια σας. Το παιδί έτσι ησυχάζει, ηρεμεί, αφοσιώνεται στα μαθήματά του, διότι ξέρει, πως την τάδε μέρα, την τάδε ώρα θα είναι με τον πατέρα του. Γνωρίζω προσωπικά κάποιον πατέρα, ο οποίος δέσμευσε τον εαυτό του, να βάζει αυτός κάθε βράδυ τα παιδιά για ύπνο. Μια φορά μάλιστα έφυγε από μια δουλειά που είχε, ( σημ. είναι ελεύθερος επαγγελματίας ) πήγε σπίτι, έβαλε τα παιδιά για ύπνο και ξαναγύρισε στη δουλειά του. Τα παιδιά ήταν από τον πρώτο γάμο της γυναίκας του, δεν ήταν «δικά του»…!!
Εκεί συνήθως βρίσκονται οι γόρδιοι δεσμοί, στο σχετίζεσθαι. Το είπαμε και παλαιότερα, αλλά το ξαναλέω : η δυσλειτουργική δυναμική σε επίπεδο ζευγαριού είναι αυτή που προκαλεί τον εθισμό στο παιδί, στον κάθε Γιαννάκη. Η ΛΥΣΗ ( που εφαρμόζει το ζευγάρι ) ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Δεν είναι «προβληματικός» ο ( κάθε ) Γιαννάκης. Κάτω από το παράπονό του, κρύβεται κάποια ανάγκη. Μόνο αν αλλάξει η σχέση, ο τρόπος που σχετίζεται και συναλλάσσεται το ζευγάρι, θ’ αλλάξει κι ο Γιαννάκης. Η μητέρα δεν καλύπτεται πλέον συναισθηματικά από τον άντρα της. Έχουν απομακρυνθεί, έχουν αποξενωθεί, και αυτός, πιστεύω, είναι και ο λόγος που αγκιστρώθηκε από το παιδί της, όχι τόσο για τις δικές του ανάγκες, όσο για να καλύψει τη μοναξιά της και το κενό της σχέσης. Έτσι δεν επιτρέπει και την αυτονόμησή του, για να μη μείνει μόνη της.
Τη βοήθεια βέβαια η οικογένεια θα την πάρει απ’ έξω, από τον ειδικό, αφού η ίδια βρίσκεται σε κινούμενη άμμο… Έτσι θα μοιραστεί και το βάρος ( που τώρα το κουβαλάει ο Γιαννάκης ) και θα μπορέσουν όλοι να ανασάνουν. Είναι λοιπόν θέμα σχέσεων και όχι προσώπων. «Θεραπεύουμε σχέσεις, όχι ανθρώπους», έλεγε ο Βάτσλαβικ. Κι επειδή τα κλειδιά των σχέσεων τα κρατάνε ακόμα οι μητέρες, «αν δεν αλλάξουν αυτές, δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν τα πράγματα». Οι γονείς ν’ ανταλλάξουν σκέψεις και συναισθήματα κι έτσι θα γλιτώσουν κι από την παθολογία που τη φορτώνουν σε ένα άτομο.
Κι όταν ο Γιαννάκης μας πετάει το γάντι και μας προκαλεί, όταν αντιδρά, όταν η συμπεριφορά του περνάει τα όρια, ας αναρωτηθούμε τι θέλει να μας πει μ’ αυτή του τη συμπεριφορά. Κάτω από το θυμό των παιδιών κρύβεται μεγάλη αγωνία, η οποία φτάνει στα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Το δάχτυλο που σημαδεύει το παιδί, ας στραφεί προς τον εαυτό μας.
Πλησιάστε τα παιδιά σας και προσπαθήστε να τα καταλάβετε και κυρίως να τα νιώσετε, αντί να ζητάτε απ’αυτά να καλύψουν τις δικές σας ανάγκες. Μη γυρίζετε πάντα προς την ίδια «κατεύθυνση», π.χ. «διάβαζε, διάβαζε» ( κι όσο το παιδί σας δεν υπακούει, εσείς να το λέτε ακόμα πιο δυνατά και πιο επιτακτικά και να το επιβάλλετε ακόμα και με το ζόρι : «ΔΙΑΒΑΖΕ ! ΔΙΑΒΑΖΕ !» Γυρίστε προς τα μέσα και ψάξτε τον εαυτό σας και τη σχέση σας. Κάθε κρίση, κάθε δυσκολία, κάθε εμπόδιο είναι και μια ευκαιρία για μεγάλωμα, για αναβάθμιση. Το παιδί δεν είναι το πρόβλημα. Το παιδί είναι η λύση, μας δείχνει το σωστό δρόμο… Ας τον ακολουθήσουμε…
Νίκος Μαρκάκης, δάσκαλος – ψυχολόγος / ψυχοθεραπευτής
Τηλ σπιτιού 210.42.20.969 κινητό 697.79.79.062 e-mail: markanik@hol.gr