Η ΣΧΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΣΗ – Η ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΛΟ Ή ΚΑΚΟ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ; – ATTACHMENT THEORY / JOHN BOWLBY

Η  ΣΧΕΣΗ  ΕΙΝΑΙ  ΖΩΗ  ΚΑΙ  Η  ΖΩΗ  ΕΙΝΑΙ  ΣΧΕΣΗ

Η  ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ  ΚΑΝΕΙ   ΚΑΛΟ  Ή  ΚΑΚΟ  ΣΤΑ  ΠΑΙΔΙΑ ;

 ( Η  ΘΕΩΡΙΑ  ΤΟΥ  ΔΕΣΜΟΥ –  JOHN  BOWLBY

 ΕΝΔΟΠΡΟΣΩΠΙΚΗ  ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ – DANIEL  SIEGEL )

                       ΝΙΚΟΣ  ΜΑΡΚΑΚΗΣ

Ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής  &  συνταξ. δάσκαλος

210.42.20.969  – 697.79.79.062

nikos_markakis@yahoo.gr   –   nikosmarkakis1964@gmail.com

      Αρκετοί  γονείς  έρχονται  αγχωμένοι  και μπερδεμένοι  και  μας  ρωτούν : Όταν  κλαίει  το μωρό  μας  τι  είναι  πιο  καλό ; Να  το  παρηγορούμε  άμεσα  ή  να  το  αφήνουμε  να  κλαίει ;  Κι  όταν  πεινάει, να  το  ταΐζουμε  ή  να  έχουμε  συγκεκριμένες  ώρες  ταΐσματος ; Η  πολλή  αγκαλιά  βλάπτει ;  Πρέπει  να  του  βάζουμε  όρια  από  νωρίς ; Υπάρχει  ένας   και  μόνο  ένας ξεκάθαρος  τρόπος  διαπαιδαγώγησης   ή  είναι  ανάλογα  με  την  εποχή  και  τη  μόδα ; Σε  ποιον  να  δώσουμε  την  προτεραιότητα ; Στο  μωρό  ή  στον  εαυτό  μας ; Πώς  θα  μάθει  να  διαχειρίζεται  τα  συναισθήματά  του ;  Να  είμαστε  επιεικείς  ή  αυστηροί ;

         Με  την ευκαιρία  αυτών  των  ερωτημάτων ας  το δούμε   το  θέμα αυτό   στο  πέρασμα  του  χρόνου, αρχίζοντας  από  τον  20ό  αιώνα.

      Στις  αρχές  και  μέχρι  τα  μέσα  του  20ού  αιώνα κυριαρχούσε  ο Συμπεριφορισμός ( Behaviorism ), ο  οποίος  υποστήριζε  ότι  η  συμπεριφορά  είναι  αποτέλεσμα  μάθησης. Εστίαζε  κυρίως  στην  παρατηρήσιμη  συμπεριφορά, αγνοούσε  τις  βιολογικές  προδιαθέσεις  για  μάθηση  και  αντιμετώπιζε  κυρίως  τα  συμπτώματα. Κύριοι  εκπρόσωποί  του  οι  Pavlov, Watson, Thorndike, Skinner. Θα  έχετε  ακούσει  για  τον  σκύλο  του  Ivan  Pavlov   που  κατάφερε  να  εκκρίνει  σάλιο ο  σκύλος,  ακούγοντας  ένα  καμπανάκι   και  τον  John  Watson  ( 1930 )  να  λέει  «δώστε  μου  μια  ντουζίνα  υγιή, καλοαναπτυγμένα  βρέφη  και  το  δικό  μου  εξειδικευμένο  περιβάλλον  για  να τα  αναθρέψω, και σας  εγγυώμαι  να  διαλέξω  οποιοδήποτε  τυχαία  και να  το  εκπαιδεύσω  να  γίνει  ειδικός  σε  ό,τι  επιλέξω, γιατρός, δικηγόρος, καλλιτέχνης, έμπορος, και, ναι, ακόμα  και  επέτης  ή  κλέφτης, ανεξάρτητα  από  τα  ταλέντα, την  έφεση, τις  τάσεις, τις  ικανότητες, τις  κλίσεις ή  τη  φυλή  των  προγόνων  του.»

        Οι  «ειδικοί»   στην  ανατροφή  των  παιδιών  ήταν  κατηγορηματικοί,  η  μητρική  αγάπη  είναι  πολυτέλεια.  Ο  πρώτος  πρόεδρος  της  Αμερικανικής  Εταιρείας  ψυχολογίας  και  πρωτοπόρος  της  παιδοψυχολογίας , ο  Granville  Stanley  Hall,   έλεγε  ότι  «χρειαζόμαστε  λιγότερους  συναισθηματισμούς  και  περισσότερο  ξύλο», άποψη  με την  οποία  συμφωνούσαν  τότε  οι  περισσότεροι.  Ο  Hall  μάλιστα  ήταν  υπέρμαχος  και  της  ευγονικής  και  πρότεινες  να  μη  βοηθούν  όσους  πάσχουν  από  ασθένειες, σωματικές  ή  ψυχικές, ή  αναπηρίες, διότι  αυτό  στέκεται  εμπόδιο  στην  εξέλιξη.

         Ενθάρρυναν  λοιπόν  τους  γονείς να  δίνουν  περισσότερη  βάση  στην  πειθαρχία, παρά  στην  στοργή  και  την  τρυφερότητα. Η  τάση  της  εποχής  ήταν  να  είναι  συναισθηματικά  αποστασιοποιημένοι  οι  γονείς  και  να  δίνουν  κι  ένα  χέρι  ξύλο στα παιδιά  τους. Οι  δε  πλούσιοι  έστελναν  τα  παιδιά  τους  σε  ιδιωτικά  οικοτροφεία  όπου  τα  έβλεπαν  σπανίως.  Βάναυσα  πράγματα  θα  λέγαμε  στην  εποχή  μας…

         Καταγράφω  τα  λόγια    του   John  Watson που  θεωρούνταν  αυθεντία  σε  τέτοια  θέματα :  «Η μητρική  αγάπη  είναι   επικίνδυνο  εργαλείο. Όταν  μπαίνετε  στον πειρασμό  να  χαϊδέψετε  το  παιδί  σας, να  θυμάστε  ότι  η  αγάπη  είναι  επικίνδυνο  όργανο.  Ένα  όργανο  το  οποίο  μπορεί  να  προκαλέσει  μια  πληγή  που  δε  θα  κλείσει  ποτέ, μια  πληγή  που  μπορεί  να  κάνει  την παιδική  ηλικία  δυστυχισμένη, την εφηβεία  εφιάλτη, ένα  όργανο  που  μπορεί  να  καταστρέψει  τις  κλίσεις  του  ενήλικου  γιου  ή  της  κόρης  σας  και  τις  πιθανότητές  τους  να  κάνουν  έναν  ευτυχισμένο  γάμο. Ποτέ  μα  ποτέ  μη  φιλάτε  το  παιδί  σας. Μην το  κρατάτε  στην αγκαλιά  σας. Μην  κουνάτε  το καροτσάκι  του.» ( 1928 )

          Θεωρούσε  ότι  η συναισθηματική φύση  των γυναικών είναι  μειονέκτημα  που  τις  εμπόδιζε  να  ωθήσουν τα  παιδιά  τους  στην  ανεξαρτησία. Η  ζεστασιά, το αγκάλιασμα, το  λίκνισμα  για  παράδειγμα, στρέβλωναν  τα  παιδιά  και τα  έκαναν  αδύναμους, συναισθηματικά  ασταθείς ενήλικες. Αν  άφηναν  τα  παιδιά  τους  να  κλαίνε  μόνα  τους  ώσπου  να  κοιμηθούν, τότε  αυτά μάθαιναν  να  ελέγχουν  τον εαυτό  τους  και  να  αντέχουν  τη  δυσφορία.

       Υπό  τοιαύτας  συνθήκας  και  σε  αυτό  το  ψυχοκοικωνικοϊστορικό  πλαίσιο εμφανίζεται  ο συντηρητικός, αριστοκρατικός, καθώς  πρέπει  Βρετανός  ψυχίατρος  John  Bowlby, ο  οποίος   κατάφερε  να  σπάσει  τον  κώδικα  των  αισθηματικών  σχέσεων  κι  έφερε  επανάσταση    στις  σχέσεις  και  στο τοπίο  του  έρωτα  και  της  αγάπης, βάζοντας  τα  θεμέλια για  τη  νέα  επιστήμη  αγάπης.

       Γεννήθηκε  το  1907, πατέρας  – μητέρα   βαρονέτοι, τέταρτος από  τα  έξι  παιδιά, σπάνια  έβλεπε  τους  γονείς  του. Τα  αδέρφια, πλυμένα, ντυμένα, συναντούσαν  τη  μητέρα  τους  μια  ώρα  κάθε  απόγευμα  για  τσάι. Έβλεπαν τον πατέρα  τους ( χειρουργός )  μια φορά  την εβδομάδα, κάθε Κυριακή. Ήταν  συνέχεια με  νταντάδες και  γκουβερνάντες. Ο John   αγαπούσε  ιδιαίτερα  μια  νταντά του, τη  Μίνι, που  αυτή  τον  φρόντιζε κυρίως. Η  μητέρα  του την  απέλυσε, όταν ο  Τζον  ήταν  τεσσάρων  χρονών,  κάτι  που   του  στοίχισε  ιδιαίτερα, όσο  η απώλεια  μητέρας. Στα  εφτά  του  τον  έστειλαν  σε  οικοτροφείο, τραυματικό  γεγονός  για  τον  ίδιο : «Ούτε  τον  σκύλο  μου  δε  θα έστελνα  σε  αγγλικό  οικοτροφείο σ’ αυτήν την ηλικία», έλεγε  αργότερα.  Τα  βιώματά    του  αυτά  τον  ώθησαν  να  ερευνήσει  την  προσκόλληση  των  μικρών  παιδιών   και  ν’  αναπτύξει  τη  θεωρία  δεσμού  ή  προσκόλλησης ( attachment  theory )

    Σπούδασε  Ψυχολογία στο  Κέμπριτζ. Μετά  εργάστηκε  σε  οικοτροφεία  με δυσπροσάρμοστους  και  παρεκκλίνοντες  εφήβους, παραμελημένους  ή  χωρισμένους  από  τους  γονείς  τους. Έγινε  γιατρός  και  ψυχαναλυτής, αλλά   σύντομα  ήρθε  σε  σύγκρουση με  την  ορθόδοξη  ψυχανάλυση :  «Τα  προβλήματα των ασθενών  οφείλονται   σχεδόν  αποκλειστικά  σε  εσωτερικούς  λόγους» πίστευε  ο   Freud. Ο  Bowlby πίστευε  το  αντίθετο : στην  πραγματικότητα  προκαλούνταν  από τις  πραγματικές  τους  σχέσεις  με  άλλους ανθρώπους.

      Υποστήριξε  ότι  είμαστε  σχεδιασμένοι  να  αγαπάμε  λίγους  και  πολύτιμους  ανθρώπους  που  θα  μας  κρατάνε  και  θα  μας προστατεύουν  μέσα στις  καταιγίδες  της  ζωής. Αυτό είναι  το σχέδιο  της  φύσης  για την  επιβίωση  των  ειδών. Το  σεξ  μπορεί  να μας  παροτρύνει  για  να ζευγαρώνουμε, αλλά  η  αγάπη είναι  εκείνη   που  εξασφαλίζει τη  ζωή μας.

      Συνέλεξε  δεδομένα  από  ιδρυματικά  και  παραβατικά  παιδιά, καθώς  και  παιδιά  που  είχαν  χωριστεί  από  τους  γονείς  τους  ή  ήταν  ορφανά πολέμου ( ας  μην  ξεχνάμε  τους  δύο  παγκόσμιους  πολέμους  που  προηγήθηκαν ). Επηρεάστηκε  από τον  Δαρβίνο  και  τη  θεωρία  του  για  την  εξέλιξη  των ειδών. Θεωρούσε  εξαιρετικά  σημαντικό  το  έργο  του  Αυστριακού  ηθολόγου – ζωολόγου   Konrad  Lorenz,  τη  δεκαετία  του  1930,  σχετικά  με  τη  συμπεριφορά  της  «αποτύπωσης»  σε  σταχτόχηνες  που μόλις  είχαν  εκκολαφθεί.  Οι  χήνες  δημιουργούν  δεσμό προσκόλλησης  με  το  πρώτο  αντικείμενο  που  αντικρίζουν ( συνήθως  τη  μαμά–χήνα )  την οποία  και  ακολουθούν  κατά  πόδας. Ο  Λόρεντζ  κατάφερε  να  ακολουθούν  αυτόν  ή, ακόμα  καλύτερα, τις  μπότες  του  και  όποιον  τις  φορούσε.

      Ο  Μπόουλμπι  γενίκευσε, θα  λέγαμε, τη  θεωρία,  πιστεύοντας  ακράδαντα  ότι  και  στα  μωρά  ισχύει  κάτι  παρόμοιο, τα  οποία  αναπτύσσουν  στενή  σχέση  προσκόλλησης  με  ένα  άτομο, συνήθως  τη  μητέρα  και  ότι  υπήρχαν  σοβαροί  εξελικτικοί  λόγοι  για  να  υφίσταται  κάτι  τέτοιο.  Το  μωρό  μέσα  από τη  συμπεριφορά  του  που  κλαίε ή χαμογελάει,   ενθαρρύνει  την  αλληλεπίδρασή  του  με  τη  μητέρα  του, η  οποία  από  ένστικτο ( μέσω  εξέλιξης ) ανταποκρίνεται  στα  ερεθίσματα  του  παιδιού  της.

       Ήταν  πεπεισμένος  ότι  η  βάναυση  ανατροφή  των  προηγούμενων  δεκαετιών  μπορούσε  να  προκαλέσει  μη  αναστρέψιμες  ζημιές  στο  παιδί, που  ενδεχομένως  μπορεί  να  το  οδηγήσουν σε  κατάθλιψη, μειωμένη  νοημοσύνη  και  ψυχοπάθεια  «χωρίς  στοργή» ( δηλ. να  ενεργούν  αδιαφορώντας  για  τις  συναισθηματικές  επιπτώσεις  της  συμπεριφοράς  τους  στους  άλλους ).

      Θεωρούσε  ότι  η  κρίσιμη  περίοδος  είναι  τα  δύο  πρώτα  χρόνια  και  ότι  την περίοδο αυτή  πρέπει  το  παιδί  να  δέχεται  συνεχώς  φροντίδα  από  το  πρωτεύον  πρόσωπο  προσκόλλησης. Περίπου  στην  ηλικία  των  τριών  χρόνων  το  πρότυπο  συμπεριφοράς  του  γονέα  εσωτερικεύεται  ως  λειτουργικό  μοντέλο, στο  οποίο  στηρίζεται  στη  συνέχεια  σε  όλη  του  τη  ζωή.  Αυτά  στις  δεκαετίες  του  1940  και  1950.

      Διεξήγαγε  μία  έρευνα    για  να  εξετάσει  τη  θεωρία  του,  προσπαθώντας   να  (από)δείξει  πόσο  συντελεί  στην  παραβατική  συμπεριφορά  των  ατόμων η έλλειψη  της  μητέρας. Πήρε  συνέντευξη  από  44   νεαρά  άτομα  που  ήταν  σε  παιδοψυχιατρική  κλινική  και  είχαν  καταδικαστεί  για  ληστεία  και  από  44  άλλα  παιδιά ( ομάδα  ελέγχου ), τα  οποία  επισκέπτονταν  την  κλινική, αλλά  δεν  είχαν  καταδικαστεί  για  κάτι.   Διαπίστωσε  ότι  το  80 %  και  πλέον    των  «κλεφτών» είχαν  χωριστεί  από τη  μητέρα  τους  για  πάνω  από  6  μήνες  στα  πρώτα  χρόνια  της  ζωής  τους, και ότι το  30 % τουλάχιστον  παρουσίαζε  ψυχοπαθητική  διαταραχή  προσωπικότητας. Από  την  ομάδα  ελέγχου, μόνο  ένα  μικρό  ποσοστό  είχε  χωριστεί  από  τις  μητέρες  τους  και  κανένα  παιδί  δεν  παρουσίαζε  ψυχοπαθοπλογικές  ενδείξεις. Το   1944  δημοσιεύει  το  πρωτοποριακό άρθρο  «44  νεαροί  κλέφτες»  στο οποίο  σημείωνε  ότι  «πίσω  από την  μάσκα  της  αδιαφορίας βρίσκεται  ανείπωτη  δυστυχία  και  πίσω από  τη  φαινομενική  σκληρότητα, απόγνωση.»

       Δεκαετίες  του 1930   και    1940 :   ορφανά  παιδιά  που  δέχονταν  τροφή  και  στέγη, αλλά στερούνταν  το  άγγιγμα  και τη συναισθηματική  υποστήριξη, πέθαιναν  πριν  φτάσουν  στην  ηλικία  των  τριών  ετών.   Ο  Μπόουλμπυ παρατήρησε και   στις  χήρες του  Β΄ Παγκοσμίου πολέμου  τα  ίδια μοτίβα  συμπεριφοράς   με τα  άστεγα  ορφανά.

     Οι  επικριτές  του  τον  κατηγόρησαν  ότι  μεροληπτούσε  υπέρ  της  θεωρίας  του ( «προκατάληψη  του  ερευνητή». )  Δέχτηκε  κριτική, διότι  δε  διέκρινε  τη  μητρική  αποστέρηση ( deprivation )  από  τη  στέρηση (privation ). Στην  αποστέρηση  δημιουργείται  δεσμός, αλλά  διακόπτεται. Στη  στέρηση  δεν  υφίσταται  καν  δεσμός, κάτι  που  είναι  πολύ  πιο  καταστροφικό  για  το  παιδί.

        Χαρακτηριστικό  παράδειγμα  τα  παιδιά  του  ρουμανικού  ορφανοτροφείου    επί  καθεστώτος  Νικολάου  Τσαουσέσκου.  Σχεδόν  170.000 παιδιά  ήταν  φυλακισμένα  σε  ορφανοτροφεία, όπου  τα  παραμελούσαν  και  τα  κακομεταχειρίζονταν. Πολλά  ήταν  δεμένα  στις  κούνιες  τους, μέσα  στα  περιττώματά  τους, και  κανένας  δεν  τα  έπαιρνε  ποτέ  αγκαλιά  και  δεν  τους  φέρονταν  με  στοργή. Μετά  την  εκτέλεση  του  Τσαουσέσκου  το  1989  έγιναν  γνωστά  τα  δεινά  τους . Στα  δεκαπέντε  τους  κάποια  παιδιά  έδειχναν  ακόμα  έξι  ή  επτά  χρονών.  Οι  εγκέφαλοί  τους  δεν  κατάφερναν  να  παράγουν  τις  ορμόνες  της  ανάπτυξης  και  αρκετά  είχαν  χαμηλή  νοημοσύνη. Αυτές  οι  συνέπειες  δεν  ήταν  λόγω  υποσιτισμού, αλλά   λόγω  της  απουσίας  πνευματικών  ερεθισμάτων  και  στοργικής  φροντίδας. Σε  αρκετές  περιπτώσεις  που  τα  παιδιά  απομακρύνθηκαν  από  τα  ορφανοτροφεία  σε  πολύ  μικρή  ηλικία  συνήλθαν, ενώ  για  άλλα  οι  ψυχολογικές  επιπτώσεις ήταν  μακροχρόνιες. Σε  κάποια  η  ζημιά  αποδείχθηκε  ανεπανόρθωτη…  ( από  το  βιβλίο  Ψυχολογία  σε  5’, Anne  Rooney, εκδ. Κλειδάριθμος, σελ. 86η )

       Με  τον  συνάδελφό  του, κοινωνικό  λειτουργό, James  Robertson,  κυκλοφόρησαν μια  ταινία  του  Ρόμπερτσον  με  τίτλο  «A  two years old goes  to  hospital» ( Ένα  παιδί  δύο  ετών  πάει  στο  νοσοκομείο ) στο  οποίο  καταγράφεται  η  πραγματική  δυστυχία  ενός  κοριτσιού  που  πάει  στο  νοσοκομείο  να  κάνει  εγχείρηση  χωρίς  τη  μητέρα  του, στις  αρχές  τις  δεκαετίας  του  1950.

       Η  Λόρα  πάει  στο νοσοκομείο για  μια μικρή  εγχείρηση  και μένει   εκεί  οχτώ μέρες.  Σύμφωνα με την κρατούσα επιστημονική σοφία της  εποχής ( ότι το  παραχάιδεμα  από  τη μητέρα  και άλλα μέλη της  οικογένειας δημιουργεί παιδιά  κρεμασμένα «στα φουστάνια  της μαμάς τους»  και  εξαρτημένα, που μεγαλώνουν και γίνονται  αναποτελεσματικοί ενήλικες ) δεν επιτρεπόταν στους  γονείς  να μένουν   με τα  παιδιά  τους στο νοσοκομείο. Τα  άρρωστα  παιδιά  έπρεπε να παραδίδονται  στην είσοδο   στους  υπεύθυνους. Επιτρεπόταν  στους γονείς  να  τα  επισκέπτονται  μία  ώρα την εβδομάδα.

        Χωρισμένη από  τη  μητέρα της  και αντιμέτωπη   πότε με νοσοκόμες  και πότε  με γιατρούς, η  Λόρα  φοβάται, θυμώνει, υστεριάζει και στο τέλος  απελπίζεται εντελώς. Όταν επιτέλους  βγαίνει από το νοσοκομείο, είναι  συναισθηματικά  κατεσταλμένη και εντελώς αποτραβηγμένη από τη μητέρα  της. Η Βασιλική Ιατρική Εταιρεία κατήγγειλε   την  ταινία  ως  ψεύτικη  και  «στημένη»  και  η Βρετανική Εταιρεία Ψυχανάλυσης  την απέρριψε, ενώ ένας  ψυχαναλυτής δήλωσε ότι  το πένθος και  ο τρόμος της Λόρας   είχαν προκληθεί, όχι από τον χωρισμό από τη μητέρα της, αλλά από τις ασύνειδες θυμωμένες φαντασιώσεις  της  σχετικά  με  τη  νέα  εγκυμοσύνη  της  μητέρας της.   Παρά  την  επίθεση  που  δέχτηκε  η  ταινία, ενθάρρυνε  μια  σημαντική  μεταρρύθμιση  στη  φροντίδα των  παιδιών  που  παρεχόταν  στα  νοσοκομεία  και  στα  κρατικά  ιδρύματα.

      Με  το  άρθρο  του  Materal  care  and  mental  health       ( Μητρική  φροντίδα  και  ψυχική  υγεία )   που  δημοσιεύτηκε    το  1951  στον  Παγκόσμιο  Οργανισμό  Υγείας  ( Π.Ο.Υ. ) άλλαξε  τον  τρόπο  αντιμετώπισης  των  ορφανών  και  εγκαταλειμμένων  παιδιών. Επρόκειτο   για  μία  μελέτη  του  με  παιδιά  από την  Ευρώπη  που  εκτοπίστηκαν  από τα  σπίτια  τους  ή  έμειναν  ορφανά  κατά  τον  Β’  Παγκόσμιο  πόλεμο. Μεταξύ  άλλων  συμπέρανε  ότι ο  αποχωρισμός  από τους αγαπημένους  τους  στερούσε  στα  παιδιά  αυτά  τη  συναισθηματική  τροφή, κάτι  που  ήταν  καταστροφικό  για  την  ψυχή τους  όπως  η  έλλειψη  τροφής  για  το  σώμα. Εστίασε στον συναισθηματικό  δεσμό  μητέρας – παιδιού : «Το  βρέφος  και  το   μικρό  παιδί   πρέπει  να βιώνουν  μια  θερμή, στενή  και  αδιάκοπη  σχέση  με  τη  μητέρα  τους, στην οποία  και  οι  δύο  βρίσκουν  ικανοποίηση και  χαρά». Η  μελέτη  από  άλλους  απορρίφθηκε  κι  από  άλλους  εγκωμιάστηκε.

       Στη  μεταστροφή  της  κοινής  γνώμης  βοήθησε  και  το  πρωτοποριακό  για  την  εποχή  του  έργο  του  δόκτορα  Benjamin  Spock. Στο βιβλίο  του  που  έγινε  παγκόσμιο  best  seller  με  πάνω  από  5.000.000  αντίτυπα  «The  common  sense  book  and  child  care»  ( Το  βιβλίο  της  κοινής  λογικής  για  τη  φροντίδα  των βρεφών  και  των  παιδιών ) ανατρέπει  τις  παλιές  μεθόδους  της  τιμωρίας  και  της  υποταγής  των  παιδιών  και ενθαρρύνει  τους  γονείς  να  εμπιστεύονται  και  να  ακολουθούν  το ένστικτό  τους  (  μια  άποψη  που  πλέον  έχει   ξεπεραστεί, μιας  και  το  ένστικτο  από  μόνο του  δεν αρκεί ) και   προτρέπει  τους  γονείς  να  δείχνουν  προσοχή, αγάπη, στοργή  και  τρυφερότητα  στα  παιδιά  τους. Κι  έτσι  οι  γονείς  άρχισαν  να  ταΐζουν  τα  πεινασμένα  παιδιά  τους  όταν  πεινούσαν  και  να  τα  παρηγορούν  όταν  έκλαιγαν. Δέχτηκε  κριτικές, διότι, όταν  τα  παιδιά  αυτά  ενηλικιώθηκαν,  έφεραν  και  τη  σεξουαλική  απελευθέρωση, τους  χίπηδες, το  κίνημα  για  τα  πολιτικά  δικαιώματα, τα  ναρκωτικά  και  την αντίθεση  στον πόλεμο  του  Βιετνάμ. Γνωστό  σε  όλους  το  μότο  «make  love  not  war». Κάποιοι  θεώρησαν  ότι  η  επιεικής   ανατροφή  προκαλεί    κατακριτέες υπερβολές…

        Ο  Φρόυντ  πίστευε  ότι η  δεσμός  μεταξύ  μητέρας  και  παιδιού  σφυρηλατείται  μετά  τη  γέννηση  και  είναι  μια  εξαρτημένη  αντίδραση : Το  μωρό αγαπάει  τη  μαμά του, επειδή  το ανταμείβει  με τροφή.. Ο Bowlby  ήταν  πεπεισμένος  ότι  ο  συναισθηματικός  δεσμός  προγραμματίζεται  πριν  από  τη γέννηση  και  είναι αυτόματος.  Η  προσκόλληση, θεωρούσε, στηρίζεται  σε  έναν  έμφυτο  βιολογικό  μηχανισμό  του  βρέφους, ο  οποίος  είναι  πολύ  σημαντικός  για  την  επιβίωσή  του.

      Ο   Μπόουλμπυ  βρήκε    στο πρόσωπο  του Αμερικανού  ψυχολόγου Harry  Harlow  έναν  ακόμη  σπουδαίο  υποστηρικτή, ο  οποίος  με  τα  πειράματά  του  προσέφερε  στον  Μπόουλμπυ  κι  άλλα  καθοριστικά  επιχειρήματα  κι  επαναστατικές  για  την  εποχή  του  αποδείξεις  για  τη  γονεϊκή  αγάπη, τη  σημασία  της  στοργής  , ότι  η  μητρική  αποδοχή  μπορεί  να  καθορίσει  τη  ζωή  του  παιδιού  και  την  ιδέα  ότι  η  πρωταρχική  ανάγκη  ενός  βρέφους  δεν  είναι  το  γάλα, αλλά  η  τρυφερή  σωματική  επαφή.

       Ο  Χάρλοου  απομάκρυνε  νεογέννητα  πιθηκάκια  του  είδους  μακάκος  ρέζους  από  τις  μητέρες  τους  και  τα  απομόνωσε  σε  κλουβιά, που  μπορούσαν  μεν  να  βλέπουν  και ν’ ακούν  άλλα  νεαρά  πιθηκάκια, αλλά  δεν  μπορούσαν  να τ’ αγγίξουν  ή  να  αλληλεπιδράσουν  μ’ αυτά.  Διαπίστωσε    ότι  όσα  πιθηκάκια  είχαν  ανατραφεί  χωρίς  την  αλληλεπίδραση  με άλλα  πιθηκάκια ήταν, ψυχολογικά, πολύ  διαφορετικά  από  εκείνα  που  μεγάλωναν    με  τους  γονείς  τους.  Αυτό τον  ώθησε  να  διερευνήσει  τον  ρόλο της  μητρικής  παρουσίας, της  στοργής  και  της  τρυφερότητας  στην  ανάπτυξη  των  μικρών  πιθήκων.

     Μεγαλωμένα  στην  απομόνωση, τα  βρέφη  των πιθήκων   είχαν  τόση  ανάγκη  για  «παρηγορητική  επαφή», ώστε  όταν  τους  δόθηκε  η  επιλογή  μεταξύ  μιας  συρμάτινης  «μητέρας»  που  χορηγούσε  τροφή  και  μιας  άλλης  «μητέρας» , η  οποία  ήταν  φτιαγμένη  από απαλή  πετσέτα, που  όμως  δεν  έδινε  φαγητό, σχεδόν  πάντα, κρεμιόντουσαν  στην  απαλή  μητέρα.  Τα  μωρά  πήγαιναν  στις  συρμάτινες  μητέρες  να θηλάσουν  και  γύριζαν  στις  υφασμάτινες  μητέρες  τους  για  στοργή. Σε  αντικείμενα  που  τους  προκαλούσαν  φόβο  αντιδρούσαν  πηγαίνοντας  πάντα  στην  υφασμάτινη  μητέρα  που  «έβγαζε»  ζεστασιά. Σε  άγνωστο  περιβάλλον, όταν  ήταν  μόνα  τους  κουλουριάζονταν  και  ούρλιαζαν  και  δεν  το  εξερευνούσαν  καθόλου. Όταν  ήταν  και η  «μητέρα»  τους  παρούσα, το  εξερευνούσαν  και  γυρνούσαν  συχνά  σ’ αυτήν  να  πάρουν  στοργή, δύναμη  και κουράγιο  να συνεχίσουν την εξερεύνηση, μιας  και  είναι  στη  φύση  τους.

      Οι απομονωμένοι   αυτοί  πίθηκοι  που έζησαν  μέχρι την ώριμη  ηλικία    είχαν καταντήσει συναισθηματικά ερείπια, έφταναν  στο σημείο  να  αυτοακρωτηριάζονται, ένιωθαν οργή  ή  απάθεια  και  αποτύγχαναν να  σχετιστούν  με άλλους πιθήκους  και  να  ζευγαρώσουν.

     Το  συμπέρασμα  του  Χάρλοου, ότι  η  τροφή  σε  καμία  περίπτωση  δεν  είναι  η  σημαντικότερη  πτυχή  του  δεσμού  μητέρας – παιδιού, έφεραν  επανάσταση  στην εποχή  του…  Η  Deborah  Blum  υπερθεματίζει λέγοντας  ότι  «η  τροφή  είναι  συντήρηση, αλλά η  θερμή  αγκαλιά  είναι η  ίδια  η  ζωή». Nα  δείτε  οπωσδήποτε  το  βίντεό  του  με  τα  πιθηκάκια  στο  You  tube. Είναι  συγκλονιστικό.

       Ο  Μπόουλμπυ    μαζί  με  την  Αμερικανοκαναδή  εξελικτική  ψυχολόγο  Mary  Ainsworth αναγνώρισαν τέσσερα  στοιχεία  της  συναισθηματικής  προσκόλλησης / δεσμού :

  1. Αναζητούμε, παρακολουθούμε και προσπαθούμε να διατηρήσουμε  συναισθηματική  και  σωματική  σύνδεση  με  τους  αγαπημένους  μας. Σε  όλη  τη  ζωή  βασιζόμαστε  σ’ αυτούς  ότι  θα  είναι  συναισθηματικά  προσβάσιμοι, θα  ανταποκρίνονται  και  θα  είναι  συναισθηματικά  δεσμευμένοι  μ’ εμάς.
  2. Γραπωνόμαστε από τους  αγαπημένους  μας, ιδιαίτερα  όταν  νιώθουμε  ανασφάλεια, απειλή, άγχος, αναστάτωση. Η  επαφή  μαζί  τους  μας  δίνει  την  αίσθηση  ότι  έχουμε  ένα  ασφαλές  λιμάνι, όπου  θα  βρούμε  παρηγοριά  και συναισθηματική  υποστήριξη. Αυτή  η  αίσθηση  ασφάλειας  μας διδάσκει  πώς  να ρυθμίζουμε  τα   συναισθήματά  μας  και πώς  να συνδεόμαστε   και να εμπιστευόμαστε  τους  άλλους.
  3. Οι αγαπημένοι μας  μας  λείπουν  και  αναστατωνόμαστε  πολύ, όταν  είναι  μακριά  μας, σωματικά ή συναισθηματικά. Αυτό το άγχος  του αποχωρισμού μπορεί  να  γίνει  έντονο  και να  μας  εξουδετερώσει. Η  απομόνωση  είναι   εκ  φύσεως  τραυματική  για  τους  ανθρώπους.
  4. Εξαρτιόμαστε από τους  αγαπημένους μας, για  να μας  υποστηρίζουν  συναισθηματικά  και  να  είναι μια  ασφαλής  βάση, όταν περιπλανιόμαστε  στον  κόσμο, να μαθαίνουμε  κι  εξερευνούμε. Όσο  πιο αποτελεσματικά νιώθουμε  ότι συνδεόμαστε, τόσο  πιο  αυτόνομοι  μπορούμε  να  είμαστε.

       Η  βασική  ιδέα είναι  ότι  η διαμόρφωση  ενός  βαθιού  αμοιβαίου  δεσμού  με κάποιον  άλλον  είναι η πρώτη  επιτακτική  ανάγκη  του  ανθρώπινου  είδους. Τα   τέσσερα αυτά  στοιχεία  θεωρούνται  κανόνας, είναι  καθολικά  και  ισχύουν  στις  σχέσεις  σε  όλους   τους  πολιτισμούς.

       Δεν  είχε  όμως  πειραματικά στοιχεία.  Σ’ αυτό   τον  βοήθησε  η   Ainsworth  με  το  πείραμά της  «Strange  Situation» ( Συνθήκη με  ξένο ) : Μια μητέρα  και  το  νήπιό  της  βρίσκονται  σε  ένα  άγνωστό τους  δωμάτιο. Λίγα  λεπτά  αργότερα  μπαίνει  η  ερευνήτρια  και η  μητέρα  φεύγει, αφήνοντας  το   παιδί της  μόνο  με την ερευνήτρια. Τρία   λεπτά  αργότερα η μητέρα  επιστρέφει. Τα  περισσότερα παιδιά  στην αρχή αναστατώνονται   με την έξοδο  της μητέρας  τους. Κλαίνε, πετάνε  τα παιχνίδια τους    ή  κουνιούνται  μπρος  πίσω. Όταν όμως  η  μητέρα    και το  παιδί ξανασυναντιούνται, εμφανίζονται   τρία  διαφορετικά μοτίβα  συμπεριφοράς, τα  οποία υπαγορεύονται    από τον τύπο  συναισθηματικής  σύνδεσης   μητέρας – παιδιού.

        Τα  ανθεκτικά  παιδιά  που  ηρεμούν   γρήγορα, ξανασυνδέονται  εύκολα  με  τη μητέρα  τους και ξαναρχίζουν   το διερευνητικό  παιχνίδι  τους, συνήθως  έχουν  θερμή  μητέρα  που ανταποκρίνεται. Τα  παιδιά  που  συνεχίζουν να είναι αναστατωμένα και νευρικά, γίνονται εχθρικά, απαιτητικά  και προσκολλώνται  στη μητέρα  τους, όταν αυτή  επιστρέφει στο δωμάτιο, έχουν συνήθως  μητέρες  συναισθηματικά  ασταθείς, άλλοτε θερμές  και  άλλοτε  ψυχρές. Μια  τρίτη ομάδα  παιδιών  που  δε  δείχνουν  ευχαρίστηση, στενοχώρια  ή θυμό  και  παραμένουν  απόμακρα και  αποκολλημένα   από  τις μητέρες τους, είναι πιθανό  ότι έχουν  μητέρα  ψυχρή   και απορριπτική.  Ονόμασαν   τις  στρατηγικές των παιδιών   για να διαχειριστούν τα  συναισθήματά  τους στις  σχέσεις  ή τον τρόπο προσκόλλησης, ως  ασφαλή, αγχώδη  και αποφευκτικό  δεσμό αντίστοιχα. Αξίζει  να  το  δείτε  κι  αυτό  στο  You  tube.

Ο  Bowlby έζησε  αρκετά (πέθανε  το  1991 )  και είδε  τη θεωρία του  για  τον συναισθηματικό  δεσμό  να γίνεται ο ακρογωνιαίος  λίθος  για την ανατροφή  των παιδιών στον δυτικό κόσμο. Ο  William  Sears  προχωρεί  ακόμα  πιο πέρα  και  υποστηρίζει  ότι  στη  γονική  πρακτική  για  ασφαλή  προσκόλληση, τα  παιδιά  κοιμούνται  συνήθως στο  κρεβάτι  των γονέων  τους, θηλάζουν  για αρκετά  χρόνια και, γενικά, είναι σε  διαρκή  επαφή με τη  μητέρα  τους  ή  τον πατέρα  τους.

     Σήμερα   κανείς δεν αμφιβάλλει  ότι τα παιδιά  έχουν απόλυτη  ανάγκη  για στενή  συναισθηματική  και  σωματική επαφή  με αγαπημένα άτομα. Αυτή η  προσέγγιση  αποτελεί αξίωμα, είναι  δεδομένη, όμως , μόνο  όσον αφορά  στην  παιδική ηλικία. Πολλοί  πιστεύουν  ότι  η εφηβεία δίνει τέλος  σ’ αυτήν την  εξάρτηση. Ο  Bowlby δεν  το πίστευε  αυτό. Υποστήριξε  ότι  η ανάγκη  στενής  επαφής  και δεσμού με  λίγα  πολύτιμα  άτομα  παραμένει  σε  όλη  τη διάρκεια  της  ζωής  μας  και είναι η δύναμη που  διαμορφώνει  τις  σχέσεις  αγάπης που συνάπτουμε  ως  ενήλικες. Όπως  έγραψε : «Όλοι  μας, από την κούνια  ως  τον  τάφο, είμαστε  ευτυχέστεροι  όταν  η  ζωή οργανώνεται  σαν  μια  σειρά,  μεγάλων ή  μικρών εκδρομών  από την  ασφαλή  βάση  που μας  παρέχουν  τα  πρόσωπα   με  τα οποία  έχουμε  συναισθηματικό  δεσμό»

       Ο  Edward  Tronick, Αμερικανός αναπτυξιακός  ψυχολόγος  διεξήγαγε  μελέτες  τη  δεκαετία  του  1970      σχετικά  με  τη  σχέση  μητέρας – βρέφους  και  έγινε  ιδιαίτερα  γνωστός  με  το  πείραμά  του  The  still face  experiment, ( το  πείραμα  του  ανέκφραστου  προσώπου ),  το  1975  στο  πανεπιστήμιο  του  Harvard, που  στόχο  είχε  να  καταδειχτεί  πόσο  σημαντική  είναι  η  αλληλεπίδραση  μητέρας – βρέφους  καθώς  και  η  ανάγκη  μας  για  σύνδεση  από  πολύ  νωρίς  στη  ζωή  μας. Ζήτησε  από  μητέρες  να  καθίσουν  πρόσωπο με  πρόσωπο με  τα  ηλικίας  έξι  μηνών  βρέφη  τους   και  να  αρχίσουν  να  αλληλεπιδρούν   αρχικά  με  ευχάριστο  για  τα  παιδιά  τρόπο. Τα  βρέφη  απολάμβαναν  την  αλληλεπίδραση. Στη  συνέχεια   οι  μητέρες  γύριζαν  το  κεφάλι  τους  στο  πλάι  και  όταν  ξανακοίταζαν  το  παιδί  τους  έμεναν  εντελώς  ανέκφραστες  στις  αντιδράσεις  του  βρέφους  για  δύο  λεπτά.  Τελικά, στο  τρίτο  στάδιο  του  πειράματος, οι  μητέρες  ξαναγίνονταν  χαμογελαστές  και  έπαιζαν  και  μιλούσαν  και  πάλι  με  το  παιδί  τους.

       Το  ενδιαφέρον  σ’ αυτήν την  περίπτωση  δεν  είναι  η  μητέρα, αλλά  οι αντιδράσεις  του  βρέφους.  Αρχικά  είναι  χαρούμενα. Βγάζουν  ευχάριστους  ήχους,  επικοινωνούν   κι  απολαμβάνουν  την  αλληλεπίδραση. Όταν  όμως  το  πρόσωπο  της  μητέρας  μένει  ανέκφραστο, μπερδεύονται,   είναι  αμήχανα, δεν  ξέρουν τι  να  κάνουν. Προσπαθούν  να  κάνουν  τη  μητέρα  τους  να ανταποκριθεί  στα  καλέσματά  τους, αλλά  μάταια, η  μητέρα  τους  συνεχίζει  να  τα  αγνοεί.  Αρχίζουν  να  εκνευρίζονται, να  αγωνιούν, να  απογοητεύονται, κλαίνε  απελπισμένα  που  δεν  μπορούν  να  τραβήξουν  την προσοχή  της.  Όταν  η  κατάσταση  γίνεται  αφόρητη  για  το  παιδί, οι  μητέρες  ξαναγίνονται  τρυφερές    με  εμφανή  την  ανακούφιση  και  τη  χαρά  του  βρέφους.   Αντίστοιχη  μελέτη  πραγματοποιήθηκε  και  με  μπαμπάδες  με  τις  ίδιες  αντιδράσεις  από  τα  βρέφη, γεγονός  που  καταδεικνύει    πόσο  ευάλωτοι  είμαστε  στις  συναισθηματικές  ή  μη  αντιδράσεις  των Σημαντικών ( και  όχι  μόνο ) Άλλων, όπως  και  τη  σπουδαιότητα τόσο  της  αλληλεπίδρασης όσο και  του  Δεσμού  και  των  δύο  γονιών  με  τα  βρέφη  τους.

      Και, στη  συνέχεια, στην εποχή  μας, ήρθαν   τα  ευρήματα  των   νευροεπιστημών  να  επιβεβαιώσουν   τον  Μπόουλμπυ  απολύτως. «Η  σχέση  είναι  θεραπεία  και  η  θεραπεία  είναι  σχέση. Γνωρίζουμε  πλέον  ότι  ο  ανθρώπινος  εγκέφαλος  αναπτύσσεται  από την  αλληλεπίδραση  των  νευροφυσιολογικών  διεργασιών  και  των  διαπροσωπικών  σχέσεων, σύμφωνα  με  τις  αρχές  τις  διαπροσωπικής  νευροβιολογίας. […] «Οι  σχέσεις  βοηθούν  τον  εγκέφαλο  να  αναπτυχθεί, να  συγκροτηθεί  και να  είναι  ευέλικτος.[…] Ο  άνθρωπος  έχει  ανάγκη  να  ανήκει  και  γι’ αυτό  ο πόνος  του  αποκλεισμού  και  της  απόρριψης  είναι  τόσο  μεγάλος» αναφέρει  ο  ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής  Γιώργος  Γουρνάς  ( «η  θεραπευτική  σχέση», εκδ. Καστανιώτη )

        Ας   τα  δούμε  όπως  μας  τα  παρουσίασε  ο  ίδιος  ο  Daniel  Siegel, επιφανής  ψυχίατρος, νευροβιολόγος, πρωτοπόρος  ερευνητής  των  νευροεπιστημών,   στην  ημερίδα  που  διοργάνωσε  το  Εργαστήριο  Διερεύνησης  Ανθρώπινων  Σχέσεων  ( 2009 )  με  θέμα  «Όταν  νιώθει   το  μυαλό  και  σκέφτεται η  καρδιά» .

      Ο  Siegel, αφήνοντας  πίσω  τις  άγονες  διχοτομήσεις  γονιδίων – περιβάλλοντος  και  τη  βιολογική  αιτιοκρατία, προτείνει  μια  νέα  θεώρηση  κατανόησης  του  ανθρώπου. Συγκεντρώνοντας  τα  πορίσματα  των  νευροεπιστημών  για  τη  λειτουργία  της  μνήμης, των  συναισθημάτων  και  την  οργάνωση  του  εγκεφάλου  μας  μέσω  των  διαπροσωπικών  σχέσεων, καθώς  και  τις  γνώσεις  μας  για  τους  πρώιμους  συναισθηματικούς  δεσμούς  στην  οικογένεια, καταλήγει  στη  συνθετική  προσέγγιση  που  ονόμασε  διαπροσωπική  νευροβιολογία  (INTERPERSONAL NEUROBIOLOGY).

     Αυτό  που  ονομάζουμε  ανθρώπινος  νους  συνδιαμορφώνεται  από  την  ικανότητα  των  διαπροσωπικών  σχέσεων  να  μεταβάλλουν  και  να  διαμορφώνουν  τη φυσιολογία  του  εγκεφάλου. Υπάρχει  ΝΕΥΡΟΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ  του  εγκεφάλου. Η  δομή  του  εγκεφάλου  αλλάζει  ανταποκρινόμενη  στις  εμπειρίες. Πλάθεται  βάσει  της  εμπειρίας. Δημιουργείς, λοιπόν, εμπειρίες  στο  νευρικό  σύστημα, ώστε  ν’ αλλάξει  θετικά. «Οι  σχέσεις  δημιουργούν  συναισθηματικές  αντιδράσεις, οι  οποίες, με  τη  σειρά  τους, ενεργοποιούν  ορμόνες  και  νευροδιαβιβαστές   που  συμβάλλουν  στη  σύνδεση, στη  δημιουργία  νέων  νευρωνικών  δικτύων, προάγουν  τη  νευροπλαστικότητα  του  εγκεφάλου  και  οδηγούν  στην  αλλαγή          ( Andreas, 2013 ).  Η  σχέση  με  τα  παιδιά  μας  διαμορφώνει  το  νου  και  τον  εγκέφαλο  του  παιδιού. Οι  γονείς  προσφέρουν  βιώματα  που  ρέουν  από  το  νευρικό  σύστημα  του  παιδιού. Με  τη  συντονισμένη  επικοινωνία  προάγουμε  έναν  υγιή  νου. Το  παιδί  έχει  την  ικανότητα  να  ρυθμίζει  την  πληροφορία  με  σωστό  τρόπο. Μέσα  από  τις  σχέσεις  οι  εγκέφαλοι  ρυθμίζουν  ο  ένας  τη  χημεία  του  άλλου, επηρεάζουν  τη  σωματική  και  ψυχική  υγεία, ακόμα  και τη  λειτουργία  του  ανοσοποιητικού  συστήματος.

       Μας  ανέφερε  την  εξής  αληθινή  περίπτωση  παιδιού :  Ένα  εφτάχρονο  κοριτσάκι  είχε  σταματήσει  να  μιλάει  στο  σχολείο. Το  πήγαν  στον  Siegel, που  έπαιζε  μαζί  του   σιωπηλά  με  μια  μπάλα. Κάποια  στιγμή  η  μπάλα  έπεσε  στο  βίντεο. Το  είδε  το  κοριτσάκι  και  το  κοίταζε  καλά  καλά. Έφερε  μια  βιντεοκασέτα  με  το πάρτυ  γενεθλίων  της  σε  ηλικία  πέντε  ετών.  Ο  Siegel  με  χαρά  διαπίστωσε  σε  πόσο καλό συντονισμό  βρισκόταν  μητέρα  και  κόρη. Ασχολήθηκε  με  τη  μητέρα : Είχε  πάθει  αυτοκινητικό  δυστύχημα, την  τράκαρε  ένας  μεθυσμένος  έφηβος. Το  τιμόνι  τη  χτύπησε  στο  πρόσωπο. Το  προμετωπιαίο  τμήμα  του εγκεφάλου  έπαθε  βλάβη. Έπεσε  σε  κώμα, έκανε  κατόπιν  χειρουργικές  επεμβάσεις, πλαστικές  εγχειρίσεις. Βρήκε  την  παλιά  της  όψη, αλλά  δεν  υπήρχε πλέον  συνήχηση  με  την  κόρη  της, δεν  ήταν  πλέον  συντονισμένη  μαζί  της.  Κατέρρεε, θύμωνε, έγινε  ενοχλητική  για  την  οικογένεια. Ο  Siegel  της  έκανε  αξονική  τομογραφία – απεικόνιση  εγκεφάλου  και  διαπίστωσε  ότι  δεν  μπορούσε  να  κάνει  ασφαλή  σύνδεση  με  τους  άλλους, διότι  είχε   χάσει  την ικανότητα να  βλέπει  το  νου  των  άλλων, δηλ. δεν  είχε  ενόραση ( Mindsight ), που  αποτελεί  στοιχείο  για  ασφαλή  σύνδεση.  «Είναι  ένα  κενό, έχασα  την  ψυχή  μου», έλεγε  η  μητέρα.

     Τονίζει ότι  ο    τύπος  συναισθηματικού  δεσίματος  που  αναπτύξαμε  με  τους  γονείς  μας  παίζει  σημαντικό  ρόλο  στο  τι  τύπος  γονέα  θα  γίνουμε  τελικά  οι  ίδιοι. Η  σχέση  όμως  με  το  παρελθόν  δεν  είναι  μοιρολατρική. Ως  ενήλικες  μπορούμε  να  αναμετρηθούμε  με  το  παρελθόν  και  να το  αλλάξουμε. Γι΄αυτό  και  η  αξία  της  Ψυχοθεραπείας  είναι  μεγάλη, διότι  βασίζεται  στη  δύναμη  των σχέσεων  να πυροδοτούν  τις  νευροπλαστικές  διεργασίες  που  είναι  αναγκαίες  για  τη  μάθηση  και  την  ανάπτυξη ( Cozolino, 2013 ). Καταγράφει  τέσσερα  είδη  συνδέσεων :

               ΕΙΔΗ  ΣΥΝΔΕΣΕΩΝ / ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ  ΔΕΣΜΩΝ  ΜΕ  ΤΟΥΣ  ΓΟΝΕΙΣ :

Α)  ΑΣΦΑΛΗΣ  ΣΥΝΔΕΣΗ / ΠΡΟΣΔΕΣΗ : Γονείς  και  παιδιά  συντονίζονται. Σταθερή  επικοινωνία  του  γονέα  στις  ανάγκες  του  παιδιού, που  δημιουργεί  αίσθημα  ασφάλειας. Το  παιδί  αναπτύσσει  μεγαλύτερη  αυτοεκτίμηση, κοινωνική  νοημοσύνη  και  επιμονή  στη  λύση  των  προβλημάτων.

Τύπος  μελλοντικού  γονέα :  ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ.  Έχει  διαχωριστεί  με  επιτυχία  από  τους  γονείς  του, είναι  ασφαλής  στις  σχέσεις  του. Οι  γονείς  αυτοί  είναι  πιθανόν  να  μεγαλώσουν  παιδιά  με  «ασφαλείς»  δεσμούς. Εδώ  ανήκουν  και  οι γονείς  που  αναμετρήθηκαν  με  το  παρελθόν  τους, με  τις  αρνητικές  εμπειρίες  τους  και  τις  ξεπέρασαν.

Β)  ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ – ΑΠΟΦΕΥΚΤΙΚΗ  ΣΥΝΔΕΣΗ / ΠΡΟΣΔΕΣΗ

      Οι  γονείς  απορρίπτουν το  παιδί  επανειλημμένα. Αυτό  αποφεύγει  τη  συναισθηματική  σύνδεση  μαζί  τους  και  αργότερα  γίνεται  ακόμα  πιο απομονωμένο.  Π.χ.  το  παιδί  έχει  ασφαλή  σύνδεση  με  τη  μητέρα, αλλά  μη  ασφαλή  με  τον  πατέρα. Κλαίει  και  ο  πατέρας  δεν  του  δίνει  σημασία, έτσι  απλά, όχι  από  αμέλεια. Το  παιδί θα  προσαρμοστεί  σ’ αυτές  τις  εμπειρίες, αποκλείοντας  την  ανάγκη  για  τον  πατέρα  του, π.χ.  θα  σταματήσει  να κλαίει. Στο  μυαλό  του  παιδιού, ο  πατέρας  του  του  είναι  πλέον  άχρηστος.

      Τύπος  μελλοντικού  γονέα :  ΑΠΟΦΕΥΚΤΙΚΟΣ. Δε  συνδέει  καθόλου  τις  προηγούμενες  εμπειρίες  με  το  παρόν  του. Αποσυνδέεται  συναισθηματικά από  το  παιδί  του, γεγονός  που  οδηγεί  σε  «αποφευκτικό  δεσμό».

Γ)  ΑΜΦΙΣΗΜΗ / ΑΜΦΙΘΥΜΙΚΗ  ΣΥΝΔΕΣΗ / ΠΡΟΣΔΕΣΗ

    Ο  γονέας  είναι  ασυνεπής. Το  παιδί  δεν  ξέρει  τι  να  περιμένει  από  αυτόν.  «Δύσκολα»  παιδιά, με  τάσεις  διάσπασης  έχουν  συχνά  τέτοιες  εμπειρίες.  Ο  γονέας  ξεχειλίζει  από  άγχος  ότι δε  θα  πετύχει  ως  γονιός, με  αποτέλεσμα  πότε  να  τρέχει  με  μανία  να  το  ταΐσει, και  πότε, έτσι  απλά  το  ταΐζει. Το  παιδί  μαθαίνει  ότι  ο  πατέρας  του  είναι  νευρικός, αφού  κάθε  3  λεπτά  φεύγει  και  ξανάρχεται. Το  παιδί  κλαίει, γίνεται  νευρικό  και  θα  κρεμαστεί  πάνω  από  τον  πατέρα  του, αφού  δεν  έχει  μάθει  την  ικανότητα  να  ηρεμεί. Η  Κατάσταση  αυτή  θεραπεύεται.

     Τύπος  μελλοντικού  γονέα :  ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΟΣ.  Υπεραναλύει  εμπειρίες  του  παρελθόντος, οι  οποίες  παρεμβαίνουν  στον  τρόπο  που  ανατρέφει  το  παιδί  του. Το  παιδί  είναι  πιθανό  να  αναπτύξει  «αμφιθυμικό  δεσμό».

Δ) ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ  ΣΥΝΔΕΣΗ / ΠΡΟΣΔΕΣΗ

      Ο  γονέας  είναι  χαοτικός, μερικές  φορές  τρομακτικός. Το  παιδί  δυσκολεύεται  στις  κοινωνικές  σχέσεις  και στον  έλεγχο  των  συναισθημάτων  του.  Π.χ.  Ο  πατέρας  φοβίζει  και  τρομοκρατεί  το  παιδί. Κάποια  στιγμή  μπαίνει  ο  πατέρας  στο  δωμάτιο, το  παιδί  τρέχει  προς  το  μέρος  του, αλλά  μετά  φεύγει  και  δαγκώνει  το  χέρι  του. Το  παιδί  δέχεται  ανάμεικτα  μηνύματα  και αποδιοργανώνεται. Απ’ τη  μια  θέλει προστασία  από  το  γονέα, που  είναι  πηγή  ασφάλειας, αλλά  από  την  άλλη  θέλει  να  αποφύγει  την  πηγή  της  τρομοκρατίας  ( τον  πατέρα ),  κι  έτσι  αποδιοργανώνεται. Νιώθει  έντονο  άγχος  και  φόβο. Να  φύγει  ή  να  μείνει ; ( Είναι  η  χειρότερη  έκβαση )

       Τύπος  μελλοντικού  γονέα : ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΣ. Είναι  πιθανό  να  μεγαλώσει  παιδιά  με  αποδιοργανωμένο  δεσμό, ακόμα  κι αν  έχει  τις  καλύτερες  προθέσεις.

      Οι  απότομες  αλλαγές  στη  συμπεριφορά  του  γονέα, αναφέρει  ο Siegel, (όταν  π.χ.  ο  γονέας  είναι  πολύ  κουρασμένος, εκνευρισμένος, δεν  αντέχει  άλλο  και  ξεσπάει  στο  παιδί  του ) αναστατώνουν  και  συγχύζουν  και  μπερδεύουν  το  παιδί. Γι’ αυτό, καλό  είναι  να  συζητιέται  έγκαιρα  το  γεγονός  αυτό, να  ζητήσει  ειλικρινή  συγνώμη   ο  γονέας, να  εξηγήσει  γιατί  αντέδρασε  έτσι, να  καταθέσει  την  αγάπη  του  για  το  παιδί  του  και  να  δοθεί  η  ευκαιρία  στο  παιδί  να  εκφράσει  τα  συναισθήματα  και τις  σκέψεις  του,  χωρίς  ο  γονέας  να τα  κατακρίνει  ή  να τα  αμφισβητήσει.

       Το  μυστικό, αναφέρει  ο   Siegel, για  να  χτίσουμε  υγιείς  δεσμούς  με  τα  παιδιά  μας  είναι  η  συναισθηματική  επικοινωνία, όπου  ο  γονιός  μοιράζεται  τις  συναισθηματικές  εμπειρίες  του  παιδιού  του, είτε  θετικές  είτε  αρνητικές, και  το  βοηθάει  να  έρθει  σε  επαφή  με  τα  συναισθήματά  του, να  τα  αναδύσει, να  τα  ονομάσει, να  τ’ αξιοποιήσει, να  καταλάβει  κάτι  για  τον  εαυτό  του, πώς  σκέφτεται, πώς  λειτουργεί. Ο  γονέας  να  δίνει  σημασία  στην  εξωλεκτική  επικοινωνία, να  το  κοιτά  π.χ.  στα  μάτια, να  το  αγκαλιάζει,  καθώς  επίσης  και  να  καταθέτει  κι  αυτός  τα  δικά  του  συναισθήματα, τις  εμπειρίες  του, έτσι  ώστε  να  δημιουργείται  μία  διεργασία  με  βάση  τη  συναισθηματική  κατανόηση.  Προτείνει  στους  γονείς  να  μη  λύνουν  οι  ίδιοι  τα  προβλήματα  των  παιδιών  για  να  αποφύγουν τα  παιδιά  να  έρθουν  σε  επαφή  με  δυσάρεστα  συναισθήματα, αλλά  να  βοηθάνε  τα  παιδιά  τους  να  βγάζουν  νόημα  από  τις  εμπειρίες  τους, π.χ.  να  καταλάβουν  γιατί  (αντ)έδρασαν  όπως  (αντ)έδρασαν. Με  αυτόν  τον  τρόπο  βοηθάνε  τα  παιδιά  τους  να γνωρίσουν τα  ίδια  τον  εαυτό  τους  και  να  τον  «χτίσουν»  ανάλογα.

     Συνοψίζοντας, ο  Siegel  δίνει  ιδιαίτερη  έμφαση  στη  συναισθηματική  σύνδεση  και  επικοινωνία  μεταξύ  γονέων –  παιδιών, υποστηρίζοντας  ότι  η  επιτυχία  της  περνάει  μέσα  από  την αυτογνωσία  του  γονέα. Έτσι  το  να  είσαι  γονέας  δεν  είναι  απλώς  ένας  ρόλος, αλλά  μέρος  αυτού  που  είσαι  ως  άνθρωπος.  ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΣ  ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ : Η  συνέντευξη  σύνδεσης  των  ενηλίκων. Έβρισκε  με  ποσοστό  επιτυχίας  έως  και  75 %  το  είδος  σύνδεσης  που  θα  έχει  το  παιδί  με  τη  μητέρα  και  τον  πατέρα. Ο  ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ  ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΣ  ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ : Πώς  ο  γονέας  δίνει  νόημα  στη  ζωή  του. Όχι  το  τι  του  συμβαίνει, αλλά  το  πώς  το  ερμηνεύει, το  αποκωδικοποιεί, το  εκλαμβάνει, το  «σκηνοθετεί».

        Σήμερα  πλέον  οι  περισσότεροι επιστήμονες  αναγνωρίζουν  ρητά  την  ανάγκη  του  παιδιού   για  συνεχή, καθησυχαστική   σωματική  και  συναισθηματική  σύνδεση  με τους  γονείς  του. Αναγνωρίζουν  την  ισχύ  της  ανταπόκρισης  των  γονέων  για  τη  διαμόρφωση  της  προσωπικότητάς. Πολλές  μελέτες  δείχνουν  ότι  ακόμη  και  όταν η  γονεϊκή  κληρονομιά   συσσωρεύεται  σε  αρνητική  κατεύθυνση, οι  πρώτες  μας  σχέσεις  είναι  αυτές που  αποφασίζουν, αν  τα  γονίδια   θα  ενεργοποιηθούν  και πώς  θα εκφραστούν. Οι  υπερβολικά  ζωηροί  πίθηκοι, τα  μελλοντικά  «κακά  παιδιά»  της  φυλής  τους, αν  δεχτούν  φροντίδα  από  ιδιαίτερα  θερμές  και ενθαρρυντικές  μητέρες, γίνονται   αξιοσέβαστοι  ηγέτες.

       Αν  προσθέσουμε στα  γενετικά προβλήματα  ένα  περιβάλλον   που  προκαλεί  στρες, και  πάλι η ανταπόκριση των γονέων κάνει τη διαφορά.  Ευερέθιστα  βρέφη που  έχουν  γεννηθεί  σε φτωχό  περιβάλλον  συχνά  δυσκολεύονται  να  ελέγξουν τη  διάθεσή τους, να  ηρεμήσουν  και  να  εκφράσουν  τις  ανάγκες  τους  στη μητέρα  τους.    Στο  Πανεπιστήμιο  του   Άμστερνταμ   έκαναν  έξι ώρες  μάθημα  σε  μητέρες  τέτοιων βρεφών  για  να  αναγνωρίζουν  τα  σήματα  των  βρεφών  και να παρατείνουν τις  καθησυχαστικές  κινήσεις, όπως  το κράτημα  στην αγκαλιά  και  το  χάδι. Η βελτίωση ήταν  εντυπωσιακή. Σε ηλικία  δώδεκα  μηνών, τα   βρέφη  είχαν την  ίδια   ικανότητα με   τα  υπόλοιπα  να στρέφονται  στη  μητέρα  τους  για παρηγοριά, όταν  ήταν αναστατωμένα  και  να ηρεμούν, όταν η μητέρα  τα  χάιδευε. Σε μια άλλη ομάδα, στην οποία  δεν είχαν δοθεί συμβουλές  στις μητέρες, μόνο  το  28%  των παιδιών, αξιολογήθηκαν με ασφαλή δεσμό. Η σύνδεση και  η  φροντίδα  έχουν  σημασία.

     Συμπερασματικά  λοιπόν, «η  σχέση  είναι  ζωή  και  η  ζωή  είναι  σχέση»  όπως  μου  αρέσει  να  το  λέω, διότι είμαστε  σχεσιακά  όντα. Ή, όπως  το  έλεγε  η  δασκάλα  μας,   η  Βάσω  Βασιλείου  «Σχετίζομαι, άρα  υπάρχω».

                                                 Νίκος  Μαρκάκης